Παιδιά,
Στὶς εἰκοσιεννιά, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐσεῖς οἱ δυὸ κατὰ τὸ βράδυ νὰ κοιτάζετε στὸ βουνό, πρὸς τὸ µέρος µας, πρὸς τὸ Χλωρό. Ἂν δῆτε τρεῖς φωτιὲς στὴν ἀράδα, νὰ ξέρετε πὼς αὐτὸ θὰ εἶναι μήνυμα δικό μου γιὰ σᾶς· θὰ σημαίνει πὼς ὅλα ἔχουν ἑτοιμαστῆ, κι ἡ τροφή, κι οἱ καλύβες κι ὅ τι ἄλλο χρειάζεται. Μόνο νὰ εἰδοποιήσετε γι’ αὐτὸ τὸ Φάνη καὶ τ’ ἄλλα παιδιά. Καὶ νὰ κάμετε ὅ τι μπορεῖτε γιὰ νὰ ἔρθετε. Μὴ χάνετε καιρό. Τί ὡραῖα ποὺ εἶναι δῶ ψηλά!
Εἰκοσιεννιά, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀπόψε, νὰ οἱ φωτιές!
Τὰ δυὸ παιδιά ἔφτασαν κι ἔφεραν τὸ µήνυµα στὸ Φάνη, στὸ Μαθιὸ καὶ στὸν Κωστάκη.
Ἀνέλπιστη χαρά! Ποτὲ δὲν εἶχαν συνεννοηθῆ ἀπὸ τόσο μακριά. Θὰ πᾶνε; Καὶ πότε; Πῶς;
Τρέχουν στὸ σπίτι μὲ τὰ μάτια πρὸς τὶς τρεῖς φωτιές.
«Μᾶς γνέφουν!» φωνάζει ὁ Κωστάκης.
Κι ἀλήθεια οἱ τρεῖς φωτιὲς νόμιζες πὼς τοὺς καλοῦσαν.
3. Τὸ ξεκίνημα.
Στὸν κὺρ Στέφανο τὸ χρωστοῦν πὼς ξεκίνησαν. Αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος, ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸ δάσος, ἔδωσε τὸ λόγο του στοὺς γονεῖς τους πὼς θὰ πάη μαζὶ μὲ τὰ παιδιά. Εἶπε