Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/6

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
4

Ἕνας ὅμως μαθητής, ὁ Ἀντρέας, προσπάθησε νὰ κάμη αὐτὸς μόνος, ἐκεῖνο ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν μπόρεσαν νὰ κατορθώσουν.

Ἦταν τὸ παιδί ποὺ τολμοῦσε. Ὁ Ἀντρέας κυνηγοῦσε πιὸ πολὺ τὰ δύσκολα παρὰ τὰ εὔκολα. Δὲν τὸν θυμοῦνται νὰ δείλιασε ποτέ. Ἀλλὰ πιὸ γενναῖος ἦταν ἐκεῖ ποὺ θὰ ὠφελοῦσε τοὺς ἄλλους.


Ὁ πατέρας του, ὁ κὺρ Στέφανος, ἦταν ἐργολάβος ξυλείας στὸ δάσος ποὺ τοὺς εἶπε ὁ δάσκαλος νὰ πᾶνε, στὸ Χλωρό. Εἶχε πολλοὺς λοτόμους ἐκεῖ.

Τὸν παρακάλεσε λοιπὸν ὁ Ἀντρέας νὰ δώση χάρισμα τὴν ξυλεία γιὰ τὶς καλύβες, ποὺ χρειάζονταν τὰ παιδιά. Καὶ γιὰ νὰ πετύχη, ἀκολούθησε μιὰ μέρα τὸν πατέρα του στὸ δάσος, ὅπου εἶχε πάει νὰ ἐπιβλέψη τὴν ἐργασία.

Σὲ δυὸ μέρες οἱ λοτόμοι ἔστησαν ὀχτὼ καλύβες· ὀχτὼ γερὲς καὶ χαριτωμένες καλύβες· ἕνα χωριουδάκι. Ἡ κατοικία ἑτοιμάστηκε.


Ἀπὸ τοὺς λοτόµους πάλι ἔμαθε ὁ Ἀντρέας πὼς οἱ βλάχοι θὰ πήγαιναν στὰ Τρίκορφα, καθὼς τὸ λένε κεῖνο τὸ βουνό, γιὰ νὰ βοσκήσουν τὰ κοπάδια τους· γιατὶ φέτος βγῆκε πολὺ χορτάρι σὲ κεῖνο τὸ μέρος.

Bρέθηκε λοιπὸν τὸ σπουδαιότερο, ἡ τροφή. Ἀπὸ τὸ κοπάδι θὰ ἔχουν τὸ κρέας καὶ τὰ γαλαχτερά.


Ὁ Ἀντρέας ἔμεινε στὸ δάσος ἀνυπομονώντας νὰ ἔρθουν οἱ βλάχοι. Κι ὅταν ἦρθαν, ἔστειλε στὴν πόλη, στὰ δυὸ παιδιά, αὐτὴ τὴν παραγγελία: