«Ἐμπρός, παιδιά, ξεκινοῦμε» εἶπε κατὰ τὰ μεσάνυχτα. «Καὶ φρόνιμα στὸ δρόμο. Ὅπου πηγαίνω, θὰ πηγαίνετε. Πίσω ἀπὸ τὴν οὐρά μου θὰ περπατᾶτε ὅλα μαζί. Δὲ θὰ βγάλετε οὔτε κίχ. Καὶ νὰ κοιτάζετε καλὰ τὸ δρόμο γιὰ νὰ τὸν μάθετε».
Μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ προφύλαξη περπατοῦσαν ἀρκετὴ ὥρα. Πήγαιναν μέσα ἀπὸ χαμόκλαδα κι ἔκαναν μεγάλους γύρους. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τοὺς δρόμους των· κι ἡ ἀλεποὺ ἔχει τὸ δικό της.
Ἔτσι ἔφτασαν στὶς καλύβες τῶν παιδιῶν. Τίποτ’ ἄλλο δὲν κοίταξαν στὴν πολιτεία, οὔτε φῶτα οὔτε δρόμους οὔτε καταστήματα, μόνο πῆγαν ἴσα στὸ κοτέτσι.
Πάλι τὸ βρῆκαν ἀνοιχτό. Τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν μετρήσει προχτὲς τὶς κότες γιὰ νὰ δοῦν πὼς τοὺς ἔλειψαν δύο.
Καὶ πάλι ἀπόψε θὰ λείψουν ἄλλες δύο.
«Ἀνοίξετε τὰ μάτια σας, νὰ δῆτε τί θὰ κάμω» εἶπε ἡ ἀλεποὺ στὰ μικρά.
Χίμηξε σὲ μιὰ κότα καὶ τῆς ἔβαλε τὰ δόντια στὸ λαιμό. Ἔπειτα γρήγορα ἔπιασε μιὰ ἄλλη. Ἅρπαξε τὴ μιὰ κι ἔφυγε· ξαναῆρθε καὶ ξαναπῆρε καὶ τὴν ἄλλη.