Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/48

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
46

«Ἄχ, νὰ εἶχα τὸ γουναρικό σου! Ἑξήντα δραχμὲς θὰ τοῦ ἔβαζα τιμή».

Μὰ ἦταν τάχα εὔκολο νὰ τὴ δῆ ὁ κυνηγός; Ὄχι. Τὸ ὡραῖο δέρμα τῆς ἀλεπούς μας, ποὺ τὸ ζηλεύουν οἱ κυνηγοὶ καὶ βάζει τὴ ζωή της σὲ παντοτινὸ κίνδυνο, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὴν προστάτευε.

Ὁ χρωματισμός της ἦταν τέτοιος, ὥστε νὰ μπερδεύεται μὲ τὸ χρῶμα τοῦ τόπου. Ἔμοιαζε καὶ μὲ τὰ φυλλώματα καὶ μὲ τὸ χῶμα καὶ μὲ τὴν πέτρα· ἦταν κιτρινοκόκκινο. Στὸ στῆθος, στὴν κοιλιὰ καὶ στὴ μέση σταχτερό· στὸ μέτωπο καὶ στοὺς ὤμους λίγο ἄσπρο· στὰ μπροστινὰ πόδια κόκκινο καὶ στ’ αὐτιὰ μαῦρο.

Ἔτσι γλίτωσε πολλὲς φορὲς ἡ ἀλεποὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πολλὲς φορὲς ὁ κυνηγὸς τὴν πῆρε γιὰ κάτι ἄλλο· κάτι σὰ γῆ ἢ κούτσουρο ἢ πέτρα, καὶ προσπέρασε.

Καὶ τὰ ἑφτὰ μικρά της, πάλι κι αὐτὰ τὸ χρῶμα τους τὰ ἔχει γλιτώσει.

Μιὰ φορὰ ποὺ κάθονταν στὴν ἄκρη τῆς τρύπας καὶ περίμεναν τὴ μάνα τους νὰ γυρίση ἀπὸ τὸ κυνήγι, πέρασε τὸ γεράκι ἀπὸ ψηλὰ καὶ δὲν τὰ εἶδε. Μάτι γερακιοῦ ἔχει γελαστή! Τόσο πονηρὸ εἶναι τὸ χρῶμα τῆς ἀλεποῦς καὶ τῶν παιδιῶν της.

Ὡς πότε τάχα θὰ γίνεται αὐτό; Ὡς πότε ἡ ἀλεποὺ θὰ ξεφεύγη; Ποιὸς ξέρει! Κάποτε θὰ ἔρθη κι ἡ ὥρα της.

Γελιοῦνται οἱ κυνηγοὶ μὲ τὸ χρῶμα της, μὰ ἡ μύτη τοῦ σκύλου δὲ χωρατεύει! Αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ γελάση κανένας.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρει ἡ κυρά μας ἡ ἀλεποὺ. Μὰ ἔλα ποὺ εἶναι νόστιμο φαγητὸ ἡ κότα!

Τί κότες ἦταν ἐκεῖνες οἱ δυὸ προχτεσινές...