Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/44

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
42

Τὸ μονοπάτι ἔπρεπε νὰ περάση ἀπὸ κεῖ. Μὰ μόλις τὸ ἔφτιασαν καὶ πάτησαν ἀπάνω, σωριάστηκε τὸ χῶμα. Πῶς νὰ τὸ κάμουν στερεό;

Σκέφτηκαν νὰ στερεώσουν τὸ μονοπάτι μ’ ἕνα μικρὸ τοῖχο ἀπὸ κάτω. Γιὰ νὰ χτίσουν ὅμως αὐτὸ τὸν τοῖχο, χρειάστηκαν πολλὰ πράματα, ποὺ δὲν τὰ εἶχαν φανταστῆ: πρῶτα πρῶτα, μιὰ βαριά, γιὰ νὰ κόβουν τὶς πέτρες. Δὲν τὴν εἶχαν, κι ἔστειλαν πάλι στὸν προεστὸ τοῦ Μικροῦ χωριοῦ, παρακαλώντας νὰ τοὺς δώση κι αὐτή.

«Θὰ κάμετε καὶ ξερολιθιά;» ρώτησε ὁ προεστός. «Χαρά στὴν ἐπιμονή σας, παιδιά μου!» Μὲ τὴν ἐπιμονή τους ἔγινε καὶ ὁ τοῖχος καὶ τὰ δυὸ μονοπάτια.


Κοντὰ σ’ αὐτὰ ἔκαμαν καὶ λίγη δουλειὰ μέσα στὴν κοινότητα.

Ὅλη τὴν πλατεῖα ποὺ ἦταν στρωμένη ἀπὸ τὰ ξερὰ πευκόφυλλα, τὴν καθάρισαν ἀπ’ αὐτά. Πρῶτα γιὰ νὰ περπατοῦν εὔκολα, κι ἔπειτα γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸν κίνδυνο τῆς φωτιᾶς· γιατὶ οἱ ξερὲς βελόνες τῶν πεύκων καὶ πολὺ γλιστερὲς εἶναι καὶ πολὺ εὔκολα παίρνουν φωτιά.

Ἔκαμαν ἀκόμη ἕνα πεζούλι γύρω στὰ πεῦκα τῆς τραπεζαρίας, γιὰ νὰ τρῶνε ἀναπαυτικά.

Διώρθωσαν καὶ τὸ μονοπάτι ποὺ πάει στὴ βρύση.


Στὸ τέλος ἔρριξαν μιὰ ματιὰ στὰ ἔργα τους καὶ τὰ καμάρωσαν.

«Εἴμαστε οἱ πρῶτοι, συλλογίστηκαν, ποὺ κάνομε δῶ ἀπάνω συγκοινωνία».

Μὰ ἦταν ἀλήθεια οἱ πρῶτοι; Ὄχι. Πολὺ πρωτύτερα ἀπ’ αὐτοὺς τὰ γίδια εἶχαν ἀνοίξει μονοπάτια στὸ μέρος ἐκεῖνο,