Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/39

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
37


19. Προμηθεύονται ἐργαλεῖα γιὰ τοὺς δρόμους.

Ὅταν ἔφτασαν τὰ παιδιά, βρῆκαν μεγάλη ἡσυχία στὸ χωριό.

Πολλοὶ χωριανοὶ ἔλειπαν στὰ κτήματα.

«Τόσοι λίγοι ἄνθρωποι ἐδῶ μέσα, εἶπε ὁ Ἀντρέας, καὶ νὰ μαλώνουν! Ποῦ νὰ ἦταν καμιὰ πολιτεία!»

Καὶ προχώρησαν στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε «τὰ μαγαζιά». Ὅλα τὰ μαγαζιὰ ἦταν ἕνα μαγαζί.


Τρεῖς χωριανοὶ κουτσόπιναν μέσα. Οἱ κότες ἀπέξω τσιμποῦσαν τὴ γῆ, κι ἕνα σταχτὶ γαϊδουράκι στεκόταν ἀκίνητο σὰν ψεύτικο. Ὁ μπαλωματὴς μ’ ἕνα παπούτσι στὰ γόνατά του ἔδινε γροθιὲς στὸν ἀέρα.

«Νά, νὰ ὁ μπαλωματής!» φώναξαν τὰ παιδιά. «Ὅποιος δὲν ἔχει πρόκες στὰ παπούτσια του νὰ βάλη. Χωρὶς πρόκες ἐδῶ πάνω θὰ μείνωμε ξυπόλυτοι».

Μερικοὶ τὸν πλησίασαν, ἔβγαλαν τὰ παπούτσια τους καὶ ζήτησαν νὰ τοὺς βάλη καρφιά. «Μπάρμπα, εἶπαν, νὰ μᾶς πεταλώσεις».

Ὁ μπαλωματὴς γέλασε μὲ τὰ τρία δόντια του, πῆρε τὸ σφυρὶ κι ἄρχισε νὰ καρφώνη πρόκες στὰ παπούτσια τους.


Ἐκεί κοντὰ φάνηκε κι ὁ γέροντας ποὺ εἶχαν ἀπαντήσει στὸ δρόμο, καὶ τοὺς καλωσώρισε. Τοὺς εἶπε πὼς εἶναι προεστὸς τῆς κοινότητας, καὶ τοὺς ρώτησε γιατί ἦρθαν κι ἀπὸ ποῦ.

«Ἤρθαμε νὰ ψωνίσωμε» εἶπε ὁ Ἀντρέας. «Καθόμαστε ἀπά-