Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/40

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
38

νω στὸ Χλωρὸ κι ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ κότες, ἀπ’ αὐγὰ κι ἀπὸ λαχανικά».

—«Μετὰ χαρᾶς νὰ τὰ πάρετε» εἶπε ὁ γέροντας. «Κότες δὰ ἔχομε πολλές».

—«Μερικὰ τσαπιὰ καὶ φτυάρια, μπορεῖτε νὰ μᾶς δανείσετε γιὰ μιὰ δουλειά;»

—«Ἄν σᾶς χρειάζωνται, εἶπε ὁ γέροντας, νὰ σᾶς τὰ δώσωμε».

—«Μᾶς χρειάζονται, γιατὶ ἡ δική μας κοινότητα δὲν ἔχει οὔτ’ ἕνα μονοπάτι. Θέλομε ν’ ἀνοίξωμε κανένα».


—«Μπά; Ἔχετε καὶ σεῖς κοινότητα;»

—«Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ τελευταία τάξη τοῦ ἑλληνικοῦ, μὰ τώρα ποὺ ἤρθαμε στὸ δάσος καὶ ζοῦμε μαζὶ στὸ ἴδιο μέρος, κοινότητα τὴ λέμε τὴ συντροφιά μας. Ὅλα τάχομε μαζί».

—«Καὶ πόσοι θὰ δουλέψετε μὲ τὰ ἐργαλεῖα;»

—«Μερικοὶ ἀπ’ ὅλους ἢ ὅλοι μαζί, τὸ ἴδιο κάνει. Ἡ δουλειὰ μόνο νὰ γίνη».

—«Πωπώ! ντροπή!» ἔκαμε ὁ γέρος. «Μᾶς ντρόπιασαν τὰ παιδιά!»



20. Τὰ παιδιὰ φτιάνουν δρόμους.

Ὁ δρόμος δὲ γίνεται μόνο γιὰ λίγους ἀνθρώπους. Τὸν φτιάνουν λίγοι καὶ τὸν χαίρονται ὅλοι.

Ὁ δρόμος εἶναι γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Εἶναι γιὰ τὸν πλούσιο καὶ τὸ φτωχό, γιὰ τὸν ἄρχοντα καὶ τὸ ζητιάνο.