Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/142

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
140

ξίδευε ὡς τὴ θάλασσα. Ἐκεῖ τὰ ἔπαιρναν καὶ τὰ κουβαλοῦσαν στὸ ἐργοστάσιο.

«Ἀπὸ ἐδῶ τὸ βουνὸ πάει στὸ γιαλό» εἶπε ὁ δασάρχης στὰ παιδιά.


Τὰ ξύλα ποὺ ἔστειλαν στὸ ποτάμι αὐτὴ τὴν ὥρα οἱ λοτόμοι, θὰ χρησίμευαν γιὰ ἕνα καράβι. Ἦταν διάφορα ξύλα· ἀπὸ πεῦκα, ἀπὸ βαλανίδια, ἀπὸ ὀξυά.

Μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη ξυλεία τοῦ καραβιοῦ κατέβαζαν ἀπὸ ἄλλο δρόμο δυὸ κορμοὺς ἀπὸ τετράψηλα ἔλατα, δεμένους πίσω ἀπὸ μουλάρια. Ἦταν τὰ κατάρτια του.

Στὸ θέαμα τοῦτο τὰ παιδιὰ ἔνιωσαν μιὰ ἐπιθυμία. Τοὺς ἦρθαν στὸ νοῦ τὰ κύματα καὶ τὰ ταξίδια ποὺ ἔχουν ακούσει, καὶ ἤθελαν νὰ πᾶνε, νὰ πᾶνε....

Ὁ Ἀντρέας κι ὁ Φάνης θυμήθηκαν τὴ θάλασσα ποὺ εἶδαν μὲ τὸ μεγάλο ἥλιο.

Τότε ἡ μάνα τοῦ πρωτομάστορα λοτόμου, μιὰ γριά, πολὺ γριά, ποὺ δὲν ἔβλεπε καθόλου τὸν κόσμο, καθισμένη σὲ μιὰ πέτρα τραγούδησε τὸ νέο καράβι μ’ αὐτὰ τὰ λόγια:



66. Τὸ τραγούδι στὸ νέο καράβι.

Χαιρετισμοὺς στὴ θάλασσα!

Στ’ ἀκρογιάλια χαιρετισμούς!

Νά! σὲ στέριωσαν κιόλας. Σὲ βλέπω. Ξεκίνησες.

Φορτωμένο εἶσαι μὲ τὸ ξανθὸ σιτάρι, μὲ τὸ χρυσὸ καλαμπόκι.