Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/141

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
139

Ἕνα κλαράκι βγαίνει στὴ γῆ, καὶ σὲ σαράντα πενήντα χρόνια δίνει αὐτὰ τὰ μεγάλα μαδέρια.

Πόσα καλὰ θὰ δώσουν στοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ τὰ ξύλα! Τὰ πᾶνε γιὰ νὰ γίνουν σπίτια, καράβια, ἐκκλησίες, γεφύρια. Γιὰ νὰ κάμουν ἁμάξια, ἔπιπλα, κουτιά, βαρέλια, κουπιά, καλάθια, βιβλία.

Χίλια πράματα θὰ γίνουν μὲ τούτη τὴν ξυλεία, βαριὰ κι ἐλαφρά, ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο ὡς τὸ μικρότερο· ἀπὸ τὸ κατάρτι τοῦ καραβιοῦ ὡς τὶς μικρὲς ξυλόπροκες ποὺ καρφώνουν τὰ παπούτσια.

Τί ἔπλασε ὁ ἥλιος κι ἡ βροχή! Τί μᾶς χαρίζει τὸ δάσος!


«Ἐλᾶτε νὰ δῆτε πῶς ταξιδεύουν τὰ ξύλα» εἶπε ὁ δασάρχης.

Πῆγαν ὡς τὴν ἄκρη καὶ κοίταξαν κάτω στὸν γκρεμό. Κάτω εἶδαν τὴ Ρούμελη. Ἀπὸ τὸ μέρος αὐτὸ ἡ Ρούμελη εἶχε πολὺ νερό, ἐπειδὴ τώρα ἐρχόταν ἴσια ἀπὸ τὴν πηγή της, δίχως νὰ χωρίζεται πουθενά.

Τὴ χαιρέτησαν ὅλοι, σηκώνοντας τὸ χέρι: «Γειά σου, Ρούμελη! Πάντα κοντά μας εἶσαι!»

Ἀπὸ τὴν κορυφὴ ποὺ ἦταν, ὡς κάτω στὸ νερό, οἱ λοτόμοι παρατοῦσαν τὰ κούτσουρα καὶ τὰ μαδέρια, καὶ κεῖνα κυλοῦσαν στὴ ράχη καὶ κατέβαιναν ὁρμητικὰ στὸ ρέμα.

Στὸ ρέμα πάλι τὰ παραλάβαιναν ἄλλοι λοτόμοι. Τὰ ἔρριχναν μέσα καὶ πηγαίνοντας αὐτοὶ στὶς ἄκρες τὰ συνώδευαν, καθὼς ταξίδευαν μέσα στὸ νερό. Ὅταν σταματοῦσαν σὲ τίποτα λιθάρια ἢ ὅταν μαζεύονταν πολλά, οἱ λοτόμοι τὰ βοηθοῦσαν πάλι νὰ γλιστρήσουν.

Τὰ πήγαινε ἔτσι ἡ Ρούμελη ὡς κάτω στὸν κάμπο, ὅπου γινόταν πλατὺ ποτάμι. Καὶ πάλι ἀπὸ κεῖ σιγὰ σιγὰ τὰ τα-