Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/132

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
130

χῶμα καὶ τὸ χαλίκι φεύγει ἀπὸ τὶς γυμνὲς ράχες, καὶ πηγαίνει στὸ χείμαρρο.

»Ἐκεῖνος φουσκώνει ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ κατεβάζει μιὰ φοβερὴ δύναμη ἀπὸ χῶμα, λιθάρια καὶ νερό, ποὺ ἀφανίζει σπίτια, σπαρτὰ καὶ ἀνθρώπους.

»Αὐτὸ πρέπει νὰ συλλογίζεται καθένας ποὺ πηγαίνει νὰ κόψη δέντρο».


Ὁ Μαθιός, συνηθισμένος ἀπὸ τὸ σχολεῖο, σήκωσε τὸ χέρι καὶ ρώτησε:

«Τότε, γιατί δὲν ἐμποδίζουν καὶ τοὺς λοτόμους νὰ κόβουν ξύλα;»

—«Καλὰ ἔκαμες, παιδί μου, νὰ τὸ ρωτήσης» εἶπε ὁ δασάρχης. Οἱ λοτόμοι κόβουν μόνο τὰ δέντρα ποὺ τοὺς λέμε ἐμεῖς νὰ κόψουν.

»Τὰ δέντρα αὐτὰ εἶναι σαράντα, πενήντα κι ἑβδομήντα χρονῶν τὸ καθένα. Γέρασαν δηλαδὴ κι ἦρθε ἡ ὥρα τους νὰ δώσουν ξυλεία, γιὰ νὰ βγοῦνε στὴ θέση τους ἄλλα μικρά, ποὺ πάλι θὰ μεγαλώσουν σὰν αὐτά.

»Κοντὰ σὲ κεῖνο ποὺ κόπηκε, βοηθοῦμε ἄλλο δέντρο νὰ μεγαλώση, κι ἂν δὲ φύτρωσε μόνο του, τὸ φυτεύομε ἐμεῖς.

»Ἔτσι τὸ δάσος ξαναπαίρνει ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δίνει.

»Ἂν ὅμως ἀφήσωμε νὰ πέση στὰ δέντρα ὅποιος θέλει καὶ νὰ κόβη ὅ τι θέλει, τὸ δάσος θὰ χαθῆ.

»Κι ἅμα λείψη αὐτό, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θὰ πεθάνωμε ἀπὸ τὴ δίψα.»