Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/131

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
129

Πόσους βράχους, πόσα φαράγγια, πόσες ράχες, πόση πέτρα καὶ κακοτοπιὰ ἔχει!


«Τώρα, εἶπε ὁ δασάρχης, θὰ δῆτε καὶ τὸ μεγαλύτερο θηρίο ποὺ μπορεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ βουνό. Νάτο!»

Τὰ παιδιὰ στάθηκαν καὶ κοίταξαν µὲ περιέργεια. Εἶδαν ὅμως πὼς τοὺς ἔδειχνε τὸ ξεροπόταμο, ποὺ κατέβαινε τὴν πλαγιὰ γεμάτο ξερὰ χαλίκια.

«Εἶναι ὁ χείμαρρος» τοὺς εἶπε. «Οἱ λύκοι, οἱ ἀρκοῦδες, τὰ λιοντάρια, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὸ χείμαρρο. Φέρνουν πολὺ µικρὴ ζημιὰ καὶ δὲν τὰ βγάζουν πέρα πάντοτε μὲ τὸν ἄνθρωπο.

»Ὁ χείμαρρος ὅμως κυνηγᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀφανίζει, αὐτὸν καὶ τὴ γενιά του.

»Ὅταν γεμίση νερὸ καὶ κατεβάση στοὺς κάμπους αὐτὰ τὰ λιθάρια ποὺ βλέπετε, πνίγει ἀνθρώπους, ἀµπέλια, ζῶα καὶ χωριὰ ὁλόκληρα.

»Οἱ ἄνθρωποι χτίζουν τοίχους καὶ σηκώνουν φράχτες γιὰ νὰ τὸν ἐμποδίσουν, μὰ εἶναι οἱ κόποι τους χαμένοι. Ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ τὰ βάλη με τέτοιο θηρίο. Τὸ δέντρο».

—«Τὸ δέντρο!» ἔκαμαν μὲ ἀπορία τὰ παιδιά.

—«Νὰ ξέρατε πόση δύναμη ἔχει ἕνα δέντρο! Αὐτὸ μὲ τὶς ρίζες του κρατεῖ τὸ χῶμα καὶ τὰ χαλίκια σφιχτά, γιὰ νὰ μὴν τὰ παίρνουν οἱ βροχὲς καὶ τὰ πηγαίνουν στὸ χείμαρρο.

»Δὲν ἔχει μόνο τὸ δέντρο αὐτὴ τὴ δύναμη, μὰ καὶ οἱ μικροὶ θάμνοι, οἱ ἀφάνες, τὸ πουρνάρι, ἡ κουμαριά, ἀκόμη καὶ τὸ θυμάρι.

»Γι’ αὐτὸ οἱ φυτεμένοι τόποι γλιτώνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς πλημμῦρες.

»Ὅταν ὅμως καῖμε καὶ ξεριζώνωμε τὰ δέντρα, τότε τὸ