Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/130

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
128

γιὰ τὸ φαγητό τους, γιὰ τὸν ὕπνο τους, γιὰ ὅλα. Πῆγε μέσα στὶς καλύβες, εἶδε τοὺς δρόμους καὶ τ’ ἄλλα ἔργα ποὺ ἔκαμαν, καὶ χάρηκε γιὰ τὴν πάστρα καὶ τὴν τάξη ποὺ βρῆκε.

«Μικρὰ σπιτάκια ἔχετε, τοὺς εἶπε, μὰ δύσκολα βρίσκει κανεὶς μιὰ τόσο προκομμένη κοινότητα».

Ἔπειτα ἀνέβηκε στὸ κόκκινο ἄλογό του.

«Σήμερα, παιδιά, εἶπε, θὰ πάω γιὰ ὑπηρεσία στὸ δάσος. Αὔριο θὰ ξανάρθω καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσω ψηλὰ στὸ νεροπρίονο. Ἐκεῖ θὰ δῆτε ἀληθινὰ τί μᾶς δίνει τὸ δάσος. Θέλετε;»

—«Ναί, ναί, ναί!» φώναξαν ὅλοι μ’ ἐνθουσιασμό.


60. Ὁ χείμαρρος.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ δασάρχης ἦρθε. Πέντε παιδιὰ ἔμειναν νὰ φυλάξουν τὶς καλύβες, καὶ τ’ ἄλλα ὅλα ξεκίνησαν μαζί του γιὰ τὸ μέρος ποὺ ἦταν τὸ νεροπρίονο.

Γιὰ νὰ πᾶν ἐκεῖ πέρασαν ἀπὸ μέρη γυμνὰ καὶ τραχιά.

Σὲ κάθε βῆμα τους γκρεμίζονταν χαλίκια. Ὁ ἀέρας ἦταν κρύος καὶ βούιζε. Ὁ ἥλιος δὲν ἔκαιγε.

Ἕνα ὄρνιο φάνηκε ἀπὸ πάνω τους νὰ σκίζη ἀργὰ τὸν ἀέρα.

Ὅλοι σήκωσαν τὸ κεφάλι γιὰ νὰ κοιτάζουν τὸ μεγάλο πετούμενο, ποὺ ταξίδευε ζητώντας τὴν τροφή του.

Τ’ ὄρνιο γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔκοψε τὴν ὁρμή του καὶ φτεροζυγιάστηκε, ὕστερα χτύπησε πάλι μὲ τὶς φτεροῦγες τὸν ἀέρα, καὶ χάθηκε πίσω ἀπὸ τὰ Τρίκορφα...

«Ἐδῶ ἀπάνω εἶναι ἄγρια καὶ περήφανα ὅλα» εἶπε ὁ δασάρχης.

Κι ἀλήθεια ἔβλεπαν πόσο θεόρατο εἶναι τὸ βουνό, ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὴν πόλη σὰ γαλανὸς ἴσκιος.