Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/116

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
114

Ἕνα παιδί, μὰ ὄχι ἄντρες ὅπως ὁ Ἀντρέας, ὁ Φάνης, ὁ Μαθιός, ὁ Καλογιάννης, ὁ Κωστάκης.

Ὄχι αὐτοὶ ποὺ τόλμησαν ν’ ἀνεβοῦν καὶ νὰ ἰδοῦν.


Καὶ τώρα γελοῦν μὲ τὰ λόγια τῆς γρια-Χάρμαινας!

Ποῦ εἶναι οἱ φωτιὲς τοῦ Ἀράπη; ποῦ εἶναι ὁ Ἀράπης; Ἀπὸ μακριὰ κοιτάζουν τὸ βράχο καὶ τοῦ φωνάζουν:

«Ἔ, Ἀράπη!»

—«Νὰ βάλης τὸ σκοῦφο σου, μπαρμπα-Ἀράπη!»

—«Νὰ καπνίσης καὶ τὸ τσιμπούκι σου, γερο-Ἀράααπη!»

—«Καλὴ νύχτα, γερο-Ἀράααπη!»



54. Ἀκόμη κι ὁ Γκέκας εἶναι γελαστός.

Ἔφτασαν στὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ.

Εἴκοσι παιδιὰ ἔτρεξαν στὸ Φάνη καὶ τὸν ἐσήκωσαν στὰ χέρια. Ἤθελαν νὰ μάθουν ἀμέσως ποῦ πῆγε καὶ τί εἶδε. Πῶς χάθηκε καὶ πῶς βρέθηκε. Ὅλοι μαζὶ τὸν ἐρωτοῦσαν.

«Σιγὰ σιγά» εἶπε ὁ Φάνης. «Θὰ σᾶς τὰ πῶ ὕστερα».

—«Θὰ σᾶς ποῦμε γιὰ τὸν Ἀράπη» εἶπε ὁ Μαθιός.

—«Πήγαμε στὸ σπίτι του καὶ τὸν εἴδαμε».


—«Αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα» εἶπε ὁ Καλογιάννηςˑ «εἴδαμε τὸ μεθυσμένο μυλωνά. Εἶχε πιεῖ ἕνα ἀμπέλι κρασί».

—«Καὶ ποιὸς σᾶς ἄλεσε τὸ ἀλεύρι;» ρώτησε ὁ Δημητράκης.

—«Τὸ ἀλεύρι τὸ ἄλεσε ὁ μύλος».

—«Ὁ μυλωνὰς τί ἔκανε;»