Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/117

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
115

—«Νὰ τί ἔκανε». Ὁ Καλόγιαννης ἔβγαλε τὸ γελέκο του καὶ παράστησε τὸ μυλωνά, ὅταν προσπαθοῦσε νὰ τὸ φορέσει. Ὅταν τραγούδησε καὶ τὸ

τούτη ἡ γῆς ποὺ τὴν πατοῦμε,
ὅλοι μέσα θενὰ μποῦμε.

ἦταν ἀπαράλλαχτος ὁ Μπαρμπακούκης.

Τί γέλια ἔγιναν! Γελοῦσε κι ὁ Γκέκας. Ἔτσι ἔλεγαν τὰ παιδιά, πὼς γελοῦσε. Εἶχε κι αὐτὸς τὸ στόμα ἀνοιχτό, καὶ σήκωνε τὸ κεφάλι του, τάχα πὼς κουβέντιαζε κι αὐτός, τάχα πὼς τὰ καταλάβαινε ὅλα μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σίγμα· σὰ νάλεγε κι αὐτὸς γιὰ τὸ μυλωνά: «Χί, χί, χί, τὸν Μπαρμπακούκη!»



55. Ὁ Θύμιος ὁ κουδουνὰς ἀπὸ τὰ Σάλωνα.

Ἀπόψε μετὰ τὸ φαγητὸ κάθισαν ἔξω, κι ἄναψαν μιὰ μεγάλη φωτιά, γιατὶ ἔκανε ψύχρα. Ἄργησαν νὰ κοιμηθοῦν ἀπόψε· ἤθελαν νὰ χαροῦν τὸ Φάνη. Εἶπαν ἕνα τραγούδι, εἶπαν δεύτερο καὶ τρίτο. Εἶπαν κι ἕνα παραμύθι.

Μὲ τὸ παραμύθι καὶ μὲ τὴ φωτιὰ σὰ χειμῶνας ἦταν.

«Ἀπόψε ἔχετε μεγάλη χαρά» εἶπε ὁ Θύμιος ὁ κουδουνὰς ἀπὸ τὰ Σάλωνα. «Σταθῆτε νὰ σᾶς παίξω κι ἐγὼ μιὰ μουσική».

Νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια δὲν ἦταν ἐκεῖ ὁ Θύμιος ὁ κουδουνάς· ἦταν στὰ Σάλωνα. Μὰ ἔπαιζε τὴ μουσική του σὰ νὰ ἦταν ἐκεῖ. Γιατὶ ἀκούστηκε μακριὰ ἕνα κοπάδι πρόβατα μὲ τὰ κουδούνια του, κι αὐτὰ τὰ κουδούνια ἦταν ὅλα ἀπὸ τὸ ἐργαστήρι τοῦ Θύμιου.