Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/104

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
102

—«Ποιὸν Ἀραπόβραχο;» ρώτησε ὁ Ἀντρέας. «Εἶναι ὁ βράχος ποὺ μᾶς ἔλεγε ἡ γριά;»

—«Ἐδῶ κοντὰ στὸ μύλο βρήκαμε ἕνα γέρο μὲ σκοῦφο μαῦρο στὸ κεφάλι. Ἔτσι σὰν καλόγερος φαινόταν, μὰ φοροῦσε παλιὰ καὶ σκισμένα ροῦχα.

«Μπάρμπα, τοῦ λέμε, μήπως πέρασες ἀπὸ τὴν κλεισούρα;»

«...βρήκαμε ἕνα γέρο μὲ μαῦρο σκοῦφο στὸ κεφάλι...»

—«Ναί» μᾶς εἶπε.

—«Μήπως εἶδες κανένα παιδί;» — «Εἶδα ἕνα παιδὶ ἀπὸ μακριά» εἶπε. — «Ποῦ;» — Ὁ γέρος δὲ μᾶς τόλεγε ἀμέσως. Συλλογίστηκε ὅμως κάμποσο καὶ μᾶς κοίταξε: «Τὸ ποῦ,