49. Μεγάλη ἀνησυχία στὶς καλύβες.
Ὅταν ἔφτασαν οἱ ἄλλοι τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ μύλο στὶς καλύβες κι εἶπαν πὼς ἔχασαν τὸ Φάνη, λύπη μεγάλη ἔπεσε στὰ παιδιά.
Τὰ πιὸ ἀδύνατα δάκρυσαν. Ὁ Σπύρος κι ὁ Γιῶργος ἤθελαν νὰ πᾶνε κρυφὰ νὰ κλάψουν.
Τὰ πιὸ δυνατὰ συλλογίστηκαν τί θὰ κάμουν.
Ὁ Ἀντρέας ἔκρυψε τὴν ταραχή του κι ἄρχισε νὰ τὰ ρωτᾶ μὲ λεπτομέρεια ὅλα. Τοῦ εἶπε ὁ Κωστάκης τὸ ποῦ, τὸ πότε καὶ τὸ πῶς.
«Πρῶτα τὸν ἐζήτησε ὁ Πάνος κι ὁ Μαθιὸς ἐκεῖ τριγύρω» λέει ὁ Κωστάκης. «Ἔπειτα κατεβήκαμε ὅλοι ἀπὸ κεῖ. Συλλογιστήκαμε ἂν πρέπη νὰ πᾶμε πίσω στὸ μύλο ἢ νὰ τραβήξωμε πρὸς τὴν κλεισούρα. Τραβήξαμε κατὰ τὴν κλεισούρα, μὰ δὲν εἶχε δρόμο.
»Ἀνεβήκαμε σὲ ψηλώματα, φωνάξαμε, φωνάξαμε, τίποτα. Προχωρήσαμε, μὰ εἴδαμε πὼς ὁ ἥλιος κόντευε νὰ βασιλέψη. Πότε νὰ πᾶμε στὸ μύλο, πότε νὰ γυρίσωμε;»
—«Θὰ ξεκινήσωμε ἀπὸ δῶ στὸ χάραμα» εἶπε ὁ Ἀντρέας. «Πᾶμε γρήγορα νὰ πέσωμε».
—«Μὰ δὲ σοῦ εἴπαμε καὶ τ’ ἄλλο, Ἀντρέα» εἶπε ὁ Μαθιός.
—«Εἶναι τίποτ’ ἄλλο;»
—«Ναί, εἶναι κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ ξέρεις».
Καὶ μὲ χαμηλὴ καὶ φοβισμένη φωνὴ πρόσθεσε: «Ὁ Φάνης πῆγε στὸν Ἀραπόβραχο».