Καὶ τὴν κουκουβάγια ποὺ κράζει αὐτὴ τὴ στιγμή, τὴν ξέρει ὁ Φάνης. Εἶναι τὸ πουλὶ τῆς νύχτας, ποὺ κοιτάζει μὲ κίτρινα μάτια γάτας. Νὰ φωνάζη γι’ αὐτὸν ἡ κουκουβάγια;
«Δὲν ἔπρεπε ν’ ἀφήσης τὰ παιδιά» τοῦ λέει μέσα του μιὰ φωνή.
—«Ναί, δὲν ἔπρεπε νὰ τ’ ἀφήσω» ἀπαντᾶ στὸν ἑαυτό του ὁ Φάνης.
Ἔπειτα συλλογίζεται:
«Καὶ μήπως τ’ ἄφησα γιὰ νὰ κάμω κακό; Πῆγα νὰ δῶ τὰ χρυσὰ σύννεφα».
Τὸ νερό βουίζει στὸ σκοτάδι. Ὄχι, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρη αὐτὴ τὴ φοβέρα. Σηκώνεται καὶ μὲ τὸ ραβδί του ἀνεβαίνει στὴν ἄκρη τῆς ρεματιᾶς.
Πέρασε τὶς μεγάλες πέτρες κι ἔφτασε σὲ δυὸ μικρὰ δέντρα. Ἀπὸ κάτω ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἕνας θάμνος μαλακός, σὰ νὰ προσκαλοῦσε ἄνθρωπο ν’ ἀκουμπήση.
Καὶ τὰ δυὸ δέντρα ἔγερναν ἔτσι ἀπὸ πάνω σὰ νὰ ἔλεγαν τοῦ Φάνη: «Ἔλα δῶ νὰ σὲ φυλάξωμε». Ἐκεῖ μαζεύτηκε ὁ Φάνης.
Μόλις ἀκούμπησε, τοῦ ἦρθε στὸ νοῦ ἡ Μαρούλα, ἡ ἀδερφή του. Τοῦ φάνηκε πὼς τάχα ἔπαιζαν... Μιὰ πεταλούδα δίπλωνε τάχα τὰ φτερά της ἀπάνω σ’ ἕνα φύλλο κι ἔκανε πὼς ἀποκοιμᾶται. Καὶ ὅταν πλησίαζαν νὰ τὴν πιάσουν ἔφευγε.
Ἔπειτα εἶδε τὴ μητέρα του νὰ γυρίζη δεξιὰ κι ἀριστερὰ μέσα στὸ σπίτι· ὅλο νὰ σιάζη κι ὅλο νὰ φροντίζη. Ἤθελε νὰ μιλήση καὶ στὶς δυό. Νόμιζε πὼς τοῦ μιλοῦσαν: «Φάνη».