Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/100

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
98

τεβαίνει μὲ πηδήματα, κινδυνεύει κάποτε νὰ γκρεμιστῆ, μὰ ἡ χαρὰ τὸν κάνει ν’ ἀλαφροπατᾶ σὰν τὸ κατσίκι.

Ἔφτασε στὰ πλατάνια καὶ στὸ νερό. Ἐρημιὰ ἦταν καὶ ἐδῶ!

Ἀπὸ τὴ λαχτάρα του νὰ δῆ ἀνθρώπους εἶχε πάρει γιὰ σπίτια τὶς ἄσπρες μεγάλες πέτρες, ποὺ ἔστεκαν στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ρεματιᾶς.

Ὄχι, ἐδῶ δὲν ἦταν οὔτε ψυχή. Τί νὰ κάμουν ἄνθρωποι στὸ ἄγριο τοῦτο μέρος;

Πῶς ἀντιλαλεῖ τὸ νερὸ στὴν κλεισούρα!

Τώρα; Ἐδῶ θὰ περάση τὴ νύχτα; ἢ θὰ πάη νὰ ζητήση ἀνθρώπους; μὰ εἶναι πολὺ κουρασμένος. Στάθηκε γιὰ νὰ χαρῆ ἀκόμη τὸ λίγο φῶς τῆς ἡμέρας ποὺ ἔσβηνε. Σὲ λίγο θὰ εἶναι ὅλα σκοτεινά.



48. Ὁ Φάνης ὁλοµόναχος.

Ὡς κι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ ἔβλεπε ὡς τώρα, τοῦ ἦταν μιὰ συντροφιά. Τώρα σκοτείνιασε κι ἔμεινε κατάμονος. Τὸν ἥλιο ποὺ ἤθελε νὰ δῆ, τὸν εἶχε πάρει τὸ σκοτάδι.

Οἱ σύντροφοί του ἦταν μακριά. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι μακριά. Οἱ ὁμιλίες, τὰ τραγούδια, οἱ καμπάνες μακριὰ ἀπ’ αὐτόν. Κι αὐτὸς μακριὰ πολὺ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Ἂς ἄκουε ἕνα πάτημα ἀνθρώπου, ἕνα σφύριγμα τσοπάνη, ἕνα λάλημα πουλιοῦ, κι αὐτὸ τοῦ ἦταν ἀρκετό!

Μὰ ὅλα τὸν ἄφησαν.


Τὰ μαῦρα φτερὰ ποὺ βλέπει ἀπὸ πάνω νὰ πετοῦν, ξέρει πὼς εἶναι νυχτερίδες.