Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/48

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
7
ΛΗΘΗ

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποῦ λησμονᾶνε
Τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσῃ
Ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσῃ,
Μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
Στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
Μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσῃ,
Ἂ στάξῃ γι’ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι’ ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδῆλι,
Πόνους παλιοὺς ποῦ μέσα τους κοιμοῦνται. —
Ἂ δὲ μπορῇς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δεῖλι,
Τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν — μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

ΜΑΗΣ 96


8
ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
Τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μῆνα,
Καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
Εὐτυχία, ποῦ τὸ οὐδέν δὲν πεθυμάει
Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι’ ἂ φάῃ,
Μές τὴν καρδιά μου μπήγεται σὰ σφῆνα·
Σὰ διψασμένη λυόνεται ἀλαφίνα
Ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι’ ἂ ρουφάῃ.
Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,
Ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία
Πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.
Μές ἀπ’ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία
Ὅ,τι κι’ ἂν τάζῃς δίνεις· ἀφανίζεις
Τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.

ΦΕΒΡ. ΜΑΡΤ. 96

34