[ TENNYSON
Ἀράδες βράχων μακρυὲς ἀφῆκαν σπῶντας χάσμα,
καὶ μὲς στὸ χάσμα ἀφρὸς πολὺς καὶ κίτρινος εἶν’ ἄμμος,
παρέκει σκέπες κόκκινες κουλοῦμι σ’ ἕνα μόλο
στενό, πλιὸ πέρα μιὰ ἐκκλησιὰ λυωμένη, καὶ παράνω
δρόμος πλατὺς σὲ πυργωτὸ τρανὸ σκαλόνει μύλο
καὶ πίσω ὥς τὰ μεσούρανα σταχτὺ βουνὸ ψηλόνει
μὲ Δανικὰ μνημούρια, καὶ λεφτοκαρυῶν λογγάρι,
ποῦ οἱ μαζευτάδες συχνοπᾶν τοῦ φθινοπώρου, ἀνθίζει
πράσινο ’ς ἕνα τοῦ βουνοῦ μὲ κοῦπα ὅμοιο λαγκάδι.
Χρόνια περάσαν ἑκατὸ ποὺ ’ς τ’ ἀκρογιάλι τοῦτο
τρία παιδιὰ τριῶν σπιτιῶν, ἡ Ἀννίτσα Λῆ, ποῦ ἦταν
τὸ κοριτσάκι τοῦ χωριοῦ τὸ πλειὰ χαριτωμένο,
Φίλιππος Ραίς, τοῦ μυλωνᾶ μονάκριβο ἀγοράκι,
κι’ Ἄρδεν Ἐνώχ, ναύτη χοντροῦ παιδί, ποῦ ἕνα χειμῶνα
ἀπὸ καραβοτσάκισμα εἶχε ὀρφανέψῃ, ἐπαῖζαν
’ς τῆς ἄκρης τὰ χαλάσματα, κεῖ ποὖσαν τὰ παλιούρια,
σκληρὲς κουλοῦρες γούμενες, ψαράδων δίχτυα μαῦρα
καὶ σκουριασμένες ἄγκυρες κι’ ἀνασυρμένες βάρκες—
κι’ ἀπ’ ἄμμο εὐκολοδιάλυτο τὰ κάστρα τους ἐπλάθαν
γιὰ νὰ τὰ ἰδοῦν πῶς πλημμυροῦν· ἢ τὸ κατάσπρο κῦμα
ξετρέχοντας ξεφεύγοντας καθημερνῶς ἀφίναν
χνάρια μικρὰ ποῦ ξέπλενε καθημερνῶς ἡ ἅρμη.
Ἔμπαινε μιὰ στενὴ σπηλιὰ μέσα ’ς τὸ βράχο κάτου·
καὶ μέσα ἐπαῖζαν τὰ παιδιὰ νοικοκυριὸ καὶ σπίτι.
Μία μέρα ὁ Ἐνώχ, ὁ Φίλιππος τὴν ἄλλη ἀφέντης ἦταν,
μὰ κάθε μέρα ἦταν ἡ Ἀννιὼ νοικοκυρά...