Ἀλλ’ ἀπάνου της βλέπει μ’ ἕνα μάτι,
Ποῦ ἂν σηκονόνταν κείνη ἀπ’ τὸ κρεββάτι,
Θἄπεφτε πάλι πίσω κοιμισμένη
Μὲ τὴν κάθε αἴσθησή της παγωμένη.
’Σ τὰ φρύδια του χοντραῖς σταλαματιαῖς
Ἄστραφταν εἰς τοῦ λύχνου ταῖς φωτιαῖς,
Ἀκόμη αὐτὴ κοιμοῦνταν. Δὲ μιλοῦσε.
’Σ τὸ νοῦ του αὐτὸς ταῖς μέραις της μετροῦσε.
[ SHELLEY
Παράτησ’ ἡ Ἀρέθουσα τὸ στρῶμ’ ἀπὸ χιόνια
Κι’ ἀπ’ τ’ Ἀκροκεραύνια βουνὰ ροβολᾷ,
Καὶ μέσ’ ἀπ’ τὰ σύγνεφα, γκρεμνοὺς καὶ κοτρώνια,
Τὲς βρύσες, κοπάδι της λαμπρό, πιλαλᾷ.
Ἐπήδαε κατάρραχα καὶ μέσα στὰ ρέματα 5
Ἐρρέαν τὰ δοξάρινα σγουρά της χυτὰ
Κι’ ἀγνάντια στὰ πύρινα τοῦ ἡλιοῦ βασιλέματα
Φαντάζει ὁλοπράσινο κάθε πλάϊ ποῦ πατᾷ.
Κυλῶντας χορεύοντας πηγαίνει στὰ κάτω,
Τραγούδια ἐμουρμούριζε σὰν ὕπνο ἁπαλὰ 10
Κ’ ἐκεῖ ποῦ ἐλαχτάραε νὰ φτάσῃ τὸν πάτο,
Ἡ γῆ τὴν καμάρονε, ὁ οὐρανὸς τῆς γελᾷ.
Ὁ ἀπόκοτος τότες Ἀλφειὸς μὲς τὸ τάραμα
Τῶν πάγων, τὴν τρίαινα χτυπᾷ ’ς τὰ βουνά,
Κι’ ἀνοίχτη στὸ τράνταγμα τῶν βράχων, μιὰ χάραμα-
-Τιὰ καὶ τὸν Ἐρύμανθο σεισμὸς τὸν κουνᾷ.
Στρ. 5 καὶ εξ. |
—κ’ ἐτρέχαν στὰ ρέματα |