Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/148

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


τὸ Νάλα τὸ Νισχιάντχαρχο, ποῦ κάθε ὀχτρὸ σκοτόνει· 85
τὸν ἄντρα μου ἀξιοδάκρυτη πικρὴ γυρεύω μόνη.
Τὸ Νάλα ἀνίσως, βασιληᾶ τῶ ζωντανιῶ, σὲ κάποιο
μέρος ἐσὺ εἶδες, πές μου το καὶ δόσε μου θαράπιο.
Μὰ γιὰ τὸ Νάλα ἂ δὲ μοῦ πεῖς, τὴν ἐρημιᾶς ὦ ρήγα,
φάγε με, κάλλιε ἀπὸ τὰ ζᾶ, καὶ τὸν καϋμό μου σίγα.» 90
Μὰ κι’ ὁ ἴδιος ὁ ἀγριμιόρηγας φεύγει ἀπ’ τὸν ἔρμο λόγγο,
σ’ ὡρηόνερα κατάγιαλα γρικῶντας μου τὸ βόγγο.
Τοῦτον τὸν πετροβούναρο ποῦ ξάστερος ψηλόνει
μὲ τὲς πολλὲς λαμπρὲς κορφὲς ποῦ ἡ κάθε μιά τους σώνει
τὸν οὐρανό, μὲ χρώματα κάθε λογῆς καὶ χάρη 95
γεμᾶτος, μέταλλα ἄμετρα καὶ πετραδιῶ λογάρι
φορῶντας, μυριοστόλιστος σὰ φλάμπουρο στημένος
τοῦ τριςμεγάλου ρουμανιοῦ, παντοῦ κατοικημένος
ἀπὸ λιοντάρια, τίγρηδες, ἐλέφαντες, ἀρκούδια,
ζαρκάδια κι’ ἀγριογούρουνα, κι’ ὁλοῦθε ἀπὸ τραγούδια 100
πετοὺμενων πολύχρωμων ἀρίφνητων ἀχῶντας,
καὶ δεντρικὰ πολύανθα πλουμίδια του φορῶντας:
ἀσῶκες, κομμιδόδεντρα, γκρισλέες, κασσιοκαλάμια,
πουνάγκες, βάκουλες, σουκιές, ζωσμένος μὲ ποτάμια,
ποῦ λούζουν ἄμετρα πουλιά, πολύκορφος γιὰ πρῶτον, 105
τὸ ρήγα τοῦτον τῶ βουνῶν, τὸ βασιληᾶ, ἐρωτῶ τον:
«Καλότυχε, ἀρχιασάλευτε, θιόφαντε, δοξασμένε,
ἀσυλοδότη βούναρε, μυριοχαριτωμένε,
ἂς ἔχεις δόξασμα· ἐγὼ ἐσὲ μ’ εὐλάβεια ἐνῶ ζυγόνω,
προσπέφτω σου, βασιλικὸ γνώρισε ἐμένα γόνο· 110
μάθε πῶς νύφη βασιληᾶ καὶ βασιληᾶ εἶμαι ταῖρι,
ἡ Νταμαγιάντη ἔτσι μὲ λὲν καὶ ὁ κόσμος μένα ξέρει.»


ΣΗΜ. ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ. Τό ποίημα συμπληρωμένο ἀπό τὸν Κωνστ. θεοτόκη ἐτυπώθηκε ἀπό τὰ «ΓΡΑΜΜΑΤΑ» σὲ ἰδιαίτερο φυλλάδιο. Ἀλεξάντρεια 1914.

184