Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/147

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


δαμάλι τῶ ρηγάδωνε, γιὰ στρέξε καὶ θυμήσου!
Κι’ ὅ,τι εἶπαν οἱ χρυσόκυκνοι σιμὰ στὴν πινομή σου,
κι’ ἀκόμα ἐκεῖνα πὤκριναν οἱ ἀγεροδρόμοι ὀμπρός μου
γιὰ καταδέξου νὰ σκεφτεῖς, κύριε τοῦ γήϊνου κόσμου! 40
Στὴ μιὰ μεριὰ τῆς ζυγαριᾶς οἱ Τετραβαῖντες καὶ οἱ Ἄγκες
καὶ μ’ ὅλο, ὦ τίγρη τῶν ἀντρῶν, τὸ μάκρος τους οἱ Οὐπάγκες,
ποῦ ἐσὺ τὰ καλοδιάβασες, στὴν ἄλλη ἡ ἀλήθεια μόνη,
ἄσφαλτα μὲ τὸ βάρος της αὐτὴ τ’ ἀντισηκόνει.
Γιὰ δαῦτο κλίνε, ὀχτροφονηᾶ, νὰ κάμεις, ἀντροκύρη, 45
μπροστά μου ὅ,τι εἶπες, ἥρωα, σ’ ἀλήθεια νὰ ξεγύρει.
Ἄσφαλτα ἡ ἀγάπη σου, ἥρωα, τοῦ ἀθώου δὲν εἶμ’ ἐσένα;
τί μὲς στὸ δάσος τὸ φριχτὸ δὲν ἀπαντᾶς μου ἐμένα;
Ἐμένα διαπλατόστομος, φριχτός, μὲ σκιάχτρου μπόϊ,
ὁ λιμασμένος βασιληᾶς τῆς ἐρημιᾶς μὲ τρώει· 50
γιατὶ νὰ γλύσεις μὲ ἀψηφᾶς; δὲν εἶπες δὲν ξανᾶπες:
«Ἄλλες ἀπ’ τὴν ἀγάπη σου δὲ θὰ γνωρίσω ἀγάπες;»
Σ’ ὅ,τι εἶπες, ρήγα, ἀληθινός, καλόηθος στέρεος στέκα
στὴ δακρυοζάλιστη, ἄντραρχε, τοῦ πόθου σου γυναῖκα.
Ὁ ποθητὸς στὴν ποθητή, προστάτη, πῶς δὲν κρένεις 55
τῆς ἀχαμνῆς, βαρειόμοιρης, λερῆς, ξεθωριασμένης,
τῆς ἔρμης, ἀπροστάτευτης, τῆς μισοντυμοφόρας,
ποῦ κλαίω καὶ μύρομαι, ἄρχοντα τῆς γῆς τῆς πλουτοδώρας,
σὰν πλατυομάτα ἀπ’ τὴν κοπὴ λαφίνα ἂν ἀλαργάρει,
δὲ μοὔχεις ἔγνοια, εὐγενικέ, καμιά, ὀχτροκυνηγάρη; 60
Ἐσέ, μεγάλε βασιληᾶ, σ’ ἀγριώματα μεγάλα
ἡ Νταμαγιάντη κράζω ἐγώ, τί δὲ μοῦ κρένεις, Νάλα;
Τίμιε, ἀπὸ σόϊ, μὲ ὁλόβολη κορμοστασιὰ πανώρια,
σήμερα, ὦ κάλλιε τῶν ἀντρῶν, σὲ τοῦτα ἐδῶ τὰ ὅρια
δὲ βλέπω σε, τῶν Νισχιαντχῶν ὦ βασιληᾶ, κοντά μου 65
στεκάμενον, καθούμενον, ἢ ξαπλωμένον χάμου,
ἢ κατὰ μένα ἐρχάμενον, ἐσὲ τὸν κάλλιον ἄντρα,
μέσα στὸ σκιαχτερώτατο ρουμάνι, ὅπου ’ναι τ’ ἄντρα
τῶν τίγριδων καὶ λιονταριῶν! Καὶ ποιόνε θὰ ρωτήσω,
μεγαλωτῆ τοῦ πόνου μου, στὸν πόνο τὸν περίσσο, 70
ποῦ ἐμὲ τὴν ψυχοπάθιαση καίει γιὰ δική σου αἰτία:
«Τὸ ρήγα Νάλα ἔλαχε ἐδὼ νὰ ἰδεῖς στὴν ἐρημία;»
Σήμερα ποιὸς θὰ εἰπεῖ μου πῶς: «Ὁ ρήγας τριγυρίζει
στὸ λόγγο ὡραῖος, τρανόψυχος, ποῦ ἀσκέρια ὀχτρῶν τσακίζει,
ὁ Νάλας, ὁ ἄρχος ποῦ ζητᾶς, ὁ λωτομάτης νά τος!» 75
ποιόνε θ’ ἀκούσω αὐτὸ νὰ εἰπεῖ στὸ μίλημα μελᾶτος;
Μὲ τὸ μουσοῦδι κατὰ ἐμὲ λαμπρόπρεπος ζυγόνει
τίγρης, τοῦ λόγγου βασιληᾶς μὲ κάθε του σιαγῶνι
τρανό, μὲ δυὸ σκυλόδοντα μεγάλα ἀρματωμένο,
ἄφοβη καταπάνου του τότε κ’ ἐγὼ προβαίνω: 80
«Τῶ ζωντανῶν ὁ ἐξουσιαστὴς εἶσαι ἡ εὐγενία σου κ’ ἔχεις
γιὰ βασιλεία σου τοῦτο ἐδὼ τὸ δάσος· ἂς κατέχεις
πῶς εἶμαι ἐγὼ τοῦ βασιληᾶ τῶ Βινταρμπχῶ βλαστάρι
καὶ Νταμαγιάντη κράζομαι καὶ γι’ ἄντρα μου ἔχω πάρει

133