Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/111

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΟΥΛΑΝΔ


Ο ΤΥΦΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Τῆς Νορβηγιᾶς τί θέλουν οἱ ἀντρειωμένοι
’Σ τοὺς βράχους τῆς ψηλῆς ἀκρογιαλιᾶς;
Γιατί τάχ’ αὐτοῦ πάνω ν’ ἀνεβαίνῃ
Ὁ τυφλὸς ἀσπρομάλλης Βασιλιᾶς;
’Σ τὸ δεκανίκι ἀκουμπημένος βγάζει
Φωνὴ τρανὴ μὲ πίκρια καὶ μαράζι,
Ποῦ τὸ στενὸ τῆς θάλασσας περνάει
Καὶ ’ς τὸ νησάκι ἀγνάντι ἀντιβοάει;

«Δός μου πίσω, ληστή, τὴ θυγατέρα
Μέσ’ ἀπὸ τὴ θεοσκότεινη σπηλιά,
Μόνη εὐτυχιά μου εἶχα ’ς τὰ ἔρμα γέρα
Τὴν ἅρπα, τὴ γλυκειά της τὴ λαλιά.
’Σ τὸ πράσινο ἀκρογιάλι ἔφερνε γύρες
’Σ τὸ χορὸ καὶ σὺ μοὖρθες καὶ τὴν πῆρες·
Αὐτὸ τὴν ἄσπρη κεφαλή μου γέρνει,
Κ’ ἐσὲ ’ντροπὴ παντοτεινὴ σοῦ φέρνει».

Κι’ ἀπὸ τὸ φάραγγ’ ἄγριος ξετρυπόνει
Ὁ ληστὴς μὲ θεόρατο κορμί·
Τὸ γιγάντιο σπαθὶ ψηλὰ φουχτόνει
Καὶ ’ς τὸ σκουτάρι τὸ χτυπᾷ μ’ ὁρμή:
«Φύλακες ἦταν ’κεῖ στημένοι τόσοι,
Πῶς δὲν ἦρθε κανεὶς νὰ τὴ γλυτώσῃ;
Πολεμάρχους πολλοὺς ἔχεις ’ς τὸ πλάϊ
Καὶ κανένας γι’ αὐτὴν δὲν πολεμάει;»

Κι’ ὁ καθένας αὐτοῦ σιγοτρομάζει,
Νὰ βγοῦν ἀπ’ τὴ γραμμή τους δὲν κοτοῦν,
Ὁ τυφλὸς βασιλιᾶς πίσω κοιτάζει:
«Ώϊμένα! ὅλοι μαζὶ μ παραιτοῦν;
Τότε σφίγγει τὸ νιούτσικο παιδί του
Τόσο ἐγκάρδια τὸ χέρι τὸ δεξί του:
«’Γὼ νὰ παλέψω, κύρη μου, ἄφησέ με!
Χεροδύναμος, εἶμαι, πίστεψέ με!»

«Αὐτὸς ὁ ἐχτρός μας, γυιέ μου, εἶναι θερίο·
Δὲν βρέθηκε κανεὶς νὰ τὸν ’μπορῇ·
Μὰ κ’ ἐσ’ εἶσαι ἀπὸ σόϊ γερὸ κι’ ἀντρεῖο,
Τοῦ χεριοῦ σου ἡ σφιξιὰ τὸ μαρτυρεῖ.
Πάρε, σοῦ δίνω τούτη τὴν ἀρχαία
Ἀπὸ τοὺς Σκάλδους φουμιστὴ ρομφαία,

97