Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/112

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Κι’ ἃ ’σκοτωθῇς κ’ ἐγὼ θὰ πέσω ναὔρω
’Σ τὸ κῦμα, ὁ Θλιβερός, θάνατο μαῦρο.»

Κι’ ἄκου! Ἡ θάλασσ’ ἀφρίζοντας ταράζεται
Δαρμένη ἀπὸ τῆς βάρκας τὸ κουπί.
Στέκει ὁ τυφλὸς ὁ βασιλιᾶς κι’ αὐτιάζεται,
Κι’ ὀλόγυρά του εἶν’ ἄκρα σιωπή..
Ὣς ποῦ ’βρόντησ’ ἡ ἀντάρα τῶν ἁρμάτων
Κ’ ἐβούϊξαν ’ς τὰ σκουτάρια τὰ σπαθιά των,
Ὣς ποῦ ἀντίπερ’ ἀντήχησαν οἱ βράχοι
Ἀπ’ τὲς κραυγὲς κι’ ἀπὸ την ἄγρια μάχη.

«Πέτε μου σεῖς τί βλέπετε», φωνάζει
Ὁ ρήγας μὲ λαχτάρα χαροποιά.
«Ξεχώρισ’, ἀπ’ τὸ λάλημα ποῦ βγάζει,
Μιὰν κοφτερὴ τῆς σπάθης μου χτυπιά».
«Ὁ ληστής, βασιλέα μας, ἐσκοτώθη,
Μὲ τὸ αἷμα τὸ κρίμα του ἐπλερώθη.
’Γειά σου, χαρά σου, πρῶτο παλλικάρι,
Τοῦ βασιλιά μας δυνατὸ βλαστάρι!»

Πάλι σιωποῦν ὁλόγυρα καὶ στέκει
Κι’ ἀκουρμαίνεται ὁ ρήγας ὁ τυφλός:
«Πέτε μου ποιὸς σιμόνει τώρ’ ἀπ’ ἔκει,
Ἀκούω κουπιὰ κι’ ἀφρολογᾷ ὁ γιαλός.»
«Μὲ σπαθὶ καὶ σκουτάρι ἀρματωμένος
Γυρίζει αὐτοῦθε ὁ γυιός σ’ ὁ ἀντρειωμένος,
Καὶ τὴν τετράξανθή σου θυγατέρα
Τὴ Γουνίλδη σοῦ φέρνει ἀπ’ ἔκει πέρα».

«Καλῶς τους», λέγει άπ’ τὸ ψηλό του βράχο
’Σ αὐτούς κάτου ὁ τυφλὸς ὁ προεστώς.
«Τώρα καλὰ γεράματα θενἆχω,
Κι’ ὁ τάφος μου θενἆναι δοξαστός.
Θὰ μοῦ βάλῃς ’ς τὸ πλάγι σύ, παιδί μου,
Τότες τὸ τρανολάλητο σπαθί μου,
Καὶ σύ, Γουνίλδη, ἐλεύτερη θὰ ζήσῃς
Καὶ ’ς τὸν τάφο θὰ μὲ μυρολογήσῃς.»


 ΣΗΜ. ΤΟΥ ΕΚΔ. Ἐτυπώθηκε στὸ «Ἀττικὸν Μουσεῖον» τῆς Ἀθήνας 10 Ἰανουαρ. 1881 μὲ τὸ ψευδώνυμο Λ. Γραικός, ὅπως καὶ ὅσα ἄλλα ποιήματα ἐτύπωσε στὸ ἴδιο περιοδικό.
 Μὲ τὸ ἴδιο ψευδώνυμο (Greco) γνωστὸς καὶ περίφημος ἦταν ὁ ποιητὴς καὶ στὸν κόσμο τῶν ζατρικιστῶν τῆς Γερμανίας.

98