Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
Kαὶ τοῦ ξυλᾶ γροικιέται τὸ πριόνι,
Ὁποῦ ’ς τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ δουλεύει
Καὶ βιάζεται καὶ ἱδρόνει
’Σ τὸ κλεισμένο ἀργαστῆρι νὰ τελειώσῃ
Γλήγωρα τὴ δουλειὰ πρὶν ξημερώσῃ.
Ἡ καλήτερ’ ἡμέρα εἶν’ τὸ Σαββάτο
Ὅλο ἀπὸ ἐλπίδα καὶ χαρὰ γιομάτο,
Πίκρα καὶ πλῆξιν αὔριο
ᾙ ὀκναῖς ὥραις θὰ φέρουν· νὰ φροντίζῃ
Τοῦ καθενὸς ὁ νοῦς πάλι θ’ ἀρχίζῃ
Γιὰ ταῖς δουλειαῖς, ποὺ θὲ νὰ ’λθοῦν μεθαύριο.
Ἄκουσε, παιγνιδιάρικο παιδάκι·
Τ’ ἀνθισμένα σου νειάτα,
Ἡμέρα δίχως ἕνα συγνεφάκι,
Χαραῖς εἶναι γεμάτα,
Παραμονὴ γλυκειά εἶναι τῆς γιορτῆς σου,
Χαρμόσυνο Σαββάτο τῆς ζωῆς σου.
Χάρου, παιδί μου, τὴν εὐτυχισμένη
Καὶ ἀπίκραντη ἐποχή!
Ἄλλο νὰ ’πῶ δὲν θέλω· ἀλλ’, ἂν ἀργῇ
Τῆς ζωῆς σου ἡ γιορτή, μὴ σὲ βαραίνῃ.
ΕΝ ΜΟΝΑΧῼ 1885