Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/101

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΟΥΛΑΝΔ


Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ

Κάστρο ’ς τὰ χρόνια τὰ παληὰ ψηλό, καμαρωμένο
μακρυὰ ’ς τοὺς κάμπους φάνταζεν ὣς τ’ ἀκρογιάλι πέρα·
μὲ περιβόλια ὁλόγυρα ἦταν στεφανωμένο,
ὅπου ἄμετρ’ ἄνθη μ’ εὐωδιαὶς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
καὶ βρύσαις τὰ δροσόβολα νερὰ τὰ ψήλου ἐρρίχναν,
ποῦ ὡς τὸ δοξάρι τ’ οὐρανοῦ λαμπρὰ χρώματα ἐδείχναν.

Καὶ βασιλέας δυνατὸς ’ς τὸ κάστρο αὐτὸ καθότουν
εἰς τὰ ῥηγάτα πλούσιος, ’ς ταὶς νίκαις ξακουσμένος·
’ς θρόνο του ἐβασίλευε κ’ ὑπερηφανευότουν,
κ’ ἦταν ἀχνὸς ’ς τὸ θῶρι του, ’ς τὴν ὄψι ἀσβολωμένος·
γιατ’ εἶναι φρίκ’ ἡ σκέψι του καὶ λύσσα εἶναι τὸ βλέμμα,
τὰ λόγια του εἶναι φραγγελιαίς, τὸ γράψιμό του εἶν’ αἷμα.

Κατὰ τὸ κάστρο μιὰ φορὰ τραβοῦσ’ ἴσια τὸ δρόμο
τραγουδιστάδων θαυμαστῶν τρισεύγενο ζευγάρι·
ἀσπρίζαν τὰ μαλιὰ τοῦ ἑνός, καὶ τ’ ἀλλουνοῦ ’ς τὸν ὦμο
ὁλόξανθα χρυσὰ σγουρὰ κυμάτιζαν μὲ χάρι·
ὁ γέρος μὲ τὴν ἄρπα του καθότουν ’ς ἄτι ὡραῖο,
κ’ εἶχε ’ς τὸ πλάγι του πεζὸ τὸν ἀνθισμένο νέο.

Κι’ ὁ γέρος μίλησε τοῦ νιοῦ· «Γυιέ μου καλέ, ’τοιμάσου!
τὰ πλειὸ βαθυὰ τραγούδια μας νὰ θυμηθῇς εἶν’ ὥρα·
τὴν πλειὸ γεμάτη σου φωνὴ βγάλε· τὰ δυνατά σου
κάμε γιὰ νὰ ζευγαρωθοῦν γλύκα καὶ πίκρα τώρα,
μὲς τὸ γλυκύτατο σκοπό, γιατί σήμερα μία
ῥηγὸς πρέπει νὰ ’γγίξουμε μαρμάρινη καρδία.»

Εἰς τὸ ψηλὸ πολύστυλο κιόλης ἐφθάσαν δῶμα,
ποὺ ’ταν ’ς τὸ θρόν’ ὁ βασιλιᾶς μὲ τὴ βασίλισσά του·
καθὼς ’ς τοὺς πάγους τοῦ βοριᾶ μ’ αἱματωμένο χρῶμα
ὁ οὐρανὸς λαμποκοπᾷ, παρόμοια ’ναι ἡ θωριά του
’ς τὸ μεγαλεῖο της φοβερή· γεμάτ’ ὅμως γλυκάδα
τὸ θῶρι τῆς βασίλισσας σὰν φεγγαριοῦ λαμπράδα.

Ἀρχίζει τότε ὁ γέροντας τὴν ἅρπα του νὰ κροῦῃ,
κι’ ὁ ἦχος ὅλο φουσκόνοντας ’ς τὴν ἀκοὴ πληθαίνει
γεμάτος, ποὺ ’ναι θαυμαστὸ κανεὶς νὰ τὸν ἀκούῃ·
τοῦ νέου ῥέοντας κ’ ἡ φωνὴ ξάστερη, οὐράνια βγαίνει,
καὶ ἀνάμεσα ’ς τοὺς ἤχους της τοῦ γέροντα βοΐζουν
βαθυὰ ᾑ φωναίς, ὡσὰν στοιχειὰ νὰ σιγομουρμουρίζουν.

87