Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/74

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
70ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

ἄλλας μακρητέρας εἰς τὴν βίον μου ἡμέρας, συμπιπτούσας παραδόξως μὲ νύχτας ἀτελευτήτους. Οἱ πρώην συμμαθηταί μου είχον διασπαρῆ κυνηγοῦντες τὴν τύχην εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς, ἀπὸ τῶν ὀχθῶν τοῦ Ροδανοῦ καὶ τοῦ Δουνάβεως μέχρι τῶν τοῦ Νείλου, τοῦ Γάγγου ἢ καὶ τοῦ Μισισιπῆ, πλὴν μόνων τριῶν ἢ τεσσάρων, οἴτινες ἀνεπαύοντο ὑπὸ τὰς πλάκας τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Μεγάλη λοιπὸν ὑπῆρξεν εἰς τὴν τοιαύτην μόνωσιν καὶ πλῆξιν ἡ χαρά μου, ὅταν πρωίαν τινὰ προσέκρουσα προσδοκήτως πρὸς πυρόξανθον γερόντιον, φέρον δίοπτρα γαλανὰ καὶ τρισμέγιστον ὑπὸ τὸν βραχίονα χαρτοφυλάκιον. Οὗτος ἦτο ὁ παλαιός μου διδάσκαλος τῆς ζωγραφικῆς κύριος Creuzer, Μπαβαρὸς τὸ γένος καὶ ἀληθής τεχνίτης, προσαράξας δὲν ἠξεύρω πῶς εἰς τὴν Σῦρον καὶ οὐδ’ ἐκεῖ εὐδοκιμήσας, διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν ἤξευρεν οὔτε διὰ τοῦ χαρακτῆρος του νὰ κολακεύῃ τὰς Συριανὰς οὔτε νὰ παρομοιάζῃ αὐτάς, ὡς οἱ ἀντίζηλοί τοῦ Ἰταλοὶ μουτζαλωταί, μὲ νύμφας, ἀγγέλους, Νηρηίδας καὶ Παναγίας. Ἀποστραφεὶς τὴν ἀριστοκρατίαν τῆς νήσου ἐκ μίσους τῆς πεζότητος καὶ μικροπρεπείας, εἶχεν ἐπιδοθῆ, ὡς ὁ κύριος Λύτρας, εἰς παράστασιν λαϊκῶν σκηνῶν, ζωγραφίζων ψαροπώλας, τηγανιστὰς συκωτίων, ἁγυιόπαιδας τῆς ἄνω Σύρου ἱππεύοντας χοίρους γιγαντιαίους, μεθυσμένους καλογήρους, γραίας σαβανωτρίας καὶ ἐπαίτας ἀναπήρους. Ὁλίγον διάφοροι τῶν ἀνθρωπίνων τούτων ἐρειπίων ἦσαν οἱ δυστυχεῖς ἵπποι τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθέντος στάβλου, τοὺς ὁποίους κατεγίνετο ἀπὸ μηνὸς ὁ κύριος Creuzer νὰ εἰκονίσῃ τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον. Μὴ ἔχων ἄλλο τι διασκεδαστικώτερον νὰ πράξω ἐδέχθην μετὰ χαρᾶς τὴν πρότασιν νὰ συνέργασθῶ μετ’ αὐτοῦ. Εἰς δὲ τοὺς κλίνοντας νὰ θεωρήσωσιν ἀλλόκοτην τὴν ἐκλογὴν τοιούτων προτύπων, ἀρκοῦμαι νὰ παρατηρήσω ὅτι, ἂν πλαστικῶς ἐξεταζόμενα οὐδὲν εἶχαν κοινὸν τὰ τρισάθλια ἐκεῖνα ζῷα πρὸς τοὺς εὐτραφεῖς βουκεφάλος τοῦ Φειδίου ἢ τὴν λεπτότητα τῶν ἀραβικῶν, ἦσαν ἀφ’ ἑτέρου ὑπὸ ψυχολογικὴν ἔποψιν ἀσυγκρίτως ἀνώτερα τούτων. Ἀληθὲς εἶναι ὅτι οὔτε ὁ τράχηλος αὐτῶν ἐκάμπτετο τοξοειδῶς ὡς ὁ τοῦ κύκνου, οὔτε ἐκάπνιζον οἱ μυκτῆρες, οὔτε ἐσπινθήριζον οἱ ὀφθαλμοί· ὅτι τὰ γόνατα αὐτῶν ἐφαίγοντο καμπτόμενα ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος καὶ τὰ κόκκαλα ἔτοιμα νὰ τρυπήσωσι τὸ δέρμα. Πόση ὅμως εἰκονίζετο εἰς τὴν στάσιν καὶ τὸ βλέμμα των ἠμερότης, καλωσύνη, στωικὴ ἐγκαρτέρησις καὶ