Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/57

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ53

Ὁ ἄστατος ἐγλυκοσάλιαζε κατ’ ἀρχὰς μὲ κάποιαν συστολήν, ἀλλὰ βαθμηδὸν κατήντησε νὰ μὴ φοβᾶται τίποτε καὶ νὰ μὴ ἐντρέπεται κανένα.

Ἠκολούθει τὴν πλουμισμένην εἰς ὅλας τὰς γωνίας, ἐξελαρυγγίζετο ἐκφωνῶν τοὺς ὠραιοτέρους του σκοποὺς καὶ ἐσχάλιζε τὸ χῶμα διὰ νὰ εὕρῃ σκουλήκια διὰ τὴν ἀγαπημένην του. Τὴν ἐξέθεσε τόσον πολύ, ὥστε ἔπαυσαν νὰ τὴν συναναστρέφωνται ὅσαι ὄρνιθες ἐφρόντιζαν διὰ τὴν ὑπόληψίν των.

Ἡ ἐγκαταλειφθεῖσα σύζυγος θὰ ὑπέφερε βεβαίως πολύ, ἀλλ’ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια αὐτῆς τῆς ἐπέβαλλαν νὰ κρύπτῃ τὴν λύπην της. Δὲν ἠδυνάμην νὰ µὴ τὴν θαυμάσω ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ βηµατίζῃ εἰς τὴν αὐλὴν πάντοτε μόνη καὶ νὰ περνᾷ πλησίον τοῦ ἀπίστου καὶ τῆς ἐρωμένης του, ὑποκρινομένη ὅτι µόνη δὲν βλέπει ὅσα ἔβλεπον ὅλοι. Πολλάκις μὲ ἦλθεν ὄρεξις νὰ τουφεκίσω ἀπὸ τὸ παράθυρον τὴν ἁμαρτωλὴν ὄρνιθα, διὰ ν’ ἁπαλλάξω τὴν ἐνάρετον ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ἐγκαταλείψεως καὶ τῆς ζήλειας, ἀλλὰ μ’ ἐπρόλαδεν ἡ θεία δίκη.

Ἀπὸ τὸ πολὺ ἴσως τσιποφίληµα ἐξύπνησεν ἕνα πρωὶ ἡ παραλυμένη κόττα μὲ ὀρνιθοκόρυζαν ἤ, ὡς τὴν λέγουν οἱ Χῖοι, τσίφναν, κακὴν ἀρρώστειαν δι’ ὅλα τὰ πτερωτά. Λησμονήσας τὰς παρεκτροπὰς αὐτῆς, ἐξ ἐλέους πρὸς τὰ βάσανά της, διέταξα τὴν ὑπηρέτριαν νὰ κάμῃ ὅτι ἡμπορεῖ διὰ νὰ τὴν σώση. Ἀληθὲς εἶνε ὅτι πρό τινων ἡμερῶν εἶχα ὄρεξιν νὰ τουφεκίσω τὴν µοιχαλίδα, ἀλλ’ εἰς ταῦτα δὲν ὑπάρχει ἀντίφασις καμμία. Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι μετὰ τῶν ὁποίων ἔχω τὴν ἀξίωσιν νὰ συγκαταλέγωμαι, εἶνε ἱκανοὶ νὰ πράξωσι τὰ πάντα ἐν τῷ βρασμῷ τῆς ὀργῆς των κατὰ τῶν ἀχρείων, ἀλλὰ δὲν δύνανται νὰ βλέπουν νὰ ὑποφέρῃ κανένα.

Ἡ χειρούργισσα ἔκαμε τὴν ἐγχείρησιν τῆς τσίφνας καθ’ ὅλους τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, ἐξαιρέσασα διὰ βελόνης τὸν φράσσοντα τὴν ἀναπνοὴν ὑμένα ἢ λεπάκι, καυτηριάσασα τὴν πληγὴν δι’ ὄξους καὶ ἀλείψασα ἔπειτα αὐτὴν διὰ μίγματος μέλιτος καὶ βουτύρου.

Οὐδὲν ὅμως ὠφέλησε καὶ ἡ ἀμαρτωλὴ ἐξέπνευσε τὸ ἑσπέρας, ἐντελῶς ὅμως ἰατρευμένη, ὡς ἔλεγεν ὁ ἰατρὸς τοῦ Μολιέρου, ὁσάκις συνέβαινεν ὁ ἀσθενής του ν’ ἀποθάνῃ.

Τὴν ἐπιοῦσαν εὐρέθη ὁ ἄπιστος πετεινὸς χῆρος τῆς ἐρωμένης