Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/18

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
14ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

νὰ διαδεχθῇ τὸν πατέρα του. Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν κατώρθωσε νὰ εὕρῃ λησμοβότανον. Παρατήρησε πὼς τρώγει τὴν Χριστίναν μὲ τὰ μάτια. Σὲ συμβουλεύω νὰ τὸν προσέχῃς καὶ νὰ μὴ συχνοφέρνῃς τὴν γυναῖκα σου εἰς τοὺς χορούς.»

«Θ’ ἀκολουθήσω τὴν συμβουλήν σου.»

«Μὴ λησμονήσῃς ὅτι, ἂν φανῆς ζηλιάρης, ἂν τὴν στενοχωρήσῃς καὶ ζητήσῃς νὰ τὴν περιορίσῃς, εἶναι ἀκόμη βεβαιότερον ὅτι θὰ τὴν πάθῃς.»

«Τί θέλεις τότε νὰ κάμω;»

«Οὔτ’ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Ἀφοῦ δὲν ἤκουσες τὴν συμβουλήν μου, τὸ καλλίτερον ὁποῦ ἔχω τώρα νὰ σοῦ συστήσω εἶνε νὰ μιμηθῇς τo παράδειγμά μου, καί, ὅ,τι καὶ ἂν σοῦ συμβῇ νὰ μὴν τὸ πάρῃς κατάκαρδα. Νὰ σκεφθῇς ὅτι τὸ πρᾶγμα καθ’ ἑαυτὸ δὲν εἶναι τίποτε καὶ νὰ κρεμάσῃς καὶ σὺ εἰς τὸν τοῖχον σου τὰς εἰκόνας τοῦ Ἀγαμέμνονος, τοῦ Ἡφαίστου, τοῦ Μενελάου…»

Ἠγέρθην ἀποτόμως φοβούμενος μήπως δὲν δυνηθῶ ν’ ἀντισταθῶ εἰς τὸν πειρασμὸν νὰ πτύσω εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ παλιανθρώπου ἐκείνου, κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἤρχιζε τὸ cotillon, τὸ ὁποῖον μ’ ἐφάνη ἀτελεύτητον. Δόξα τῷ Θεῷ ἐτελείωσε κι ἐκεῖνο καὶ ἤρχισεν ὁ κόσμος νὰ φεύγῃ. Ἐπῆγα νὰ φέρω τὴν γοῦνα τῆς γυναικός μου, τὴν ἐκουκούλωσα καὶ ἐβαδίζαμεν πρὸς τὴν θύραν, ὅταν μας ἔφραξαν τὸν δρόμον τρεῖς χορευταί, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἀπέμενε νὰ χορευθῇ τὸ galopo finale καὶ ὅτι ἡ κυρία μου τὸ εἶχεν ὑποσχεθῇ καὶ εἰς τοὺς τρεῖς. Ἐκείνη δὲν ἐνθυμεῖτο καλά. Ὁ ἁπλούστατος καὶ συνηθισμένος τρόπος συμβιβασμοῦ τῶν ἀπαιτήσεων ἦτο νὰ εἴπῃ, ὅτι εἶνε κουρασμένη καὶ νὰ μὴ χορεύσῃ μὲ κανένα. Ἀντὶ τούτου ἐπρότεινε νὰ τραβήξουν κόμπο. Ἡ τύχη, ἴσως δὲ καὶ κάποια λαθροχειρία ηὐνόησε τὸν Βιτούρην καὶ τὸ μαρτύριόν μου παρετάθη ἄλλην μίαν ὥραν. Πρέπει ἐν τούτοις νὰ ὁμολογήσω, ὅτι ἡ μουσικὴ τοῦ γαλόπου ἐκείνου, ἔργου τοῦ διευθυντοῦ τῆς ὀρχήστρας βιολιστοῦ Πατσίφικου, ἦτο ὡραιοτάτη καὶ ὁ ῥυθμὸς τόσον ζωηρός, ὥστε ἐπτέρωσε τοὺς πόδας καὶ αὐτοῦ τοῦ κυρίου δημάρχου καὶ ἄλλων ἐξ ἴσου σεβασμίων Συριανῶν. Ἡ περιφορὰ δίσκου θερμοῦ οἴνου ἐκορύφωσε τὴν γενικὴν ζωηρότητα καὶ μόνος ἐγὼ ἐχολόσκανα εἰς μίαν γωνίαν βλέπων τὴν Χριστίναν νὰ στροβιλίζῃ