δριμύτητος αὐτῶν ἡ μακαρίτις. Ὅπως δήποτε εὐθὺς μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ πένθους ἐκηρύχθη καὶ πάλιν ὑποψήφιος γαμβρός. Ἐκ φόβου ὅμως, ὡς ἔλεγε, μὴ ἐξαντληθῇ τὸ πνεῦμα του, ἂν ἠναγκάζετο νὰ κάμῃ ὅσην πρὶν κατάχρησιν αὐτοῦ πρὸς ὑπεράσπισιν τῆς τιμῆς του, ἀπήτει ἤδη παρὰ τῆς μελλούσης κυρίας Χαλδούπη τρία τινά: νὰ εἶνε ἄσχημη, κουτὴ καὶ πλούσια. Τὴν περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων εἶχε εὕρῃ συνηνωμένην εἰς τὸ πρόσωπον τῆς δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτῆς, εἶδός τι νεαροῦ ἱπποποτάμου, τοῦ ὁποίου ὁ ὄγκος ἐφόβιζε πάντας τους ἄλλους προικοδιώκτας.
Ὁ ἀλλόκοτος οὗτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ μὲ παρετήρησεν ἐπί τινας στιγμὰς μὲ ὀχληρὰν ἐπιμονήν:
«Τί ἔχεις;» μὲ ἠρώτησε· «τὰ μοῦτρά σου εἶνε βουρκωμένα σὰν τὰ βουνὰ τῆς Γούρας.»
«Τίποτε,» ἀπεκρίθην· «μὲ πονεῖ λίγον τὸ κεφάλι.»
«Καὶ πολὺ περισσότερον σὲ πονεῖ ὅτι δὲν μὲ ἤκουσες, ὅταν σοῦ ἔλεγα ὅτι δὲν εἶνε διὰ σένα ἡ Χριστίνα· ὅτι ἔχει εἰς τὰς φλέβας της πολὺ αἷμα καὶ κάποιαν ὁμοιότητα μὲ τὴν μακαρίτισσάν μου εἰς τὴν φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τὸν παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην,» ἐπρόσθεσε δεικνύων τὸν ἐξακολουθοῦντα νὰ συνομιλῇ μετ’ αὐτῆς ξανθὸν νεανίσκον. «Φαίνεται ὅτι ἔχουν πολλὰ νὰ εἴπουν.»
«Τὸν παλαιόν της φίλον;» ἠρώτησα ἐγώ. «Πῶς γίνεται νὰ μὴν τὸν γνωρίζω; Πρώτην φορὰν τὸν βλέπω.»
«Διὰ τὸν λόγον ὅτι μόνον προχθὲς ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Εὐρώπην. Πρὸ πέντε ἐτῶν, πρὶν ἀποκατασταθῇς σὺ εἰς τὴν Σύραν, ἦτο ἐρωτευμένος τρελλὸς μὲ τὴν Χριστίναν, τὴν ὁποίαν δὲν τοῦ ἔδωκαν, διότι δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ τὴν συντηρήσῃ. Ἡ ἀπελπισία του ἦτο τόση, ὥστε ἤθελε ν’ αὐτοχειριασθῇ, καὶ θὰ τὸ ἔκαμνεν ἴσως, ἂν δὲν ἀνελάμβανεν ἡ γυναῖκα μου νὰ τὸν παρηγορήσῃ. Ἦτο νομίζω, ὁ πρῶτος της ἐραστής. Τοὺς συνέλαβα ἐπ’ αὐτοφώρω εἰς τὸν κῆπον τοῦ Κωυμοῦ, μίαν ἡμέραν, ὅπου εἶχα ὑπάγει νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν Ἀννίκαν. Ἡ γυναῖκα μου τὸν ἐβαρέθη ὀγλήγορα, διότι ἦτο πάρα πολὺ αἰσθηματικός. Ἔπειτα φαίνεται, ὅτι ἐξηκολούθει νὰ ἐνθυμεῖται τὴν ἰδικήν σου. Τὸν ἔστειλαν τότε εἰς τὴν Γαλλίαν νὰ τὰς λησμονήσῃ καὶ τὰς δυὸ καὶ νὰ σπουδάσῃ φαρμακευτικὴν διὰ