Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/66

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

— Ἂν μᾶς ἐννοήσωσιν, εἶπεν εἷς τῶν φυλάκων, τί θὰ κάμωμεν;

— Ἀληθῶς, ἀπεκρίθη ἄλλος φύλαξ, ἠμποροῦν καὶ νὰ μᾶς φονεύσουν.

Τότε ὁ θυρωρὸς, γνωστὸς διὰ τὴν φρόνησίν του, εἶπε:

— Ἔχετε δίκαιον, ἐγὼ εἶμαι τῆς ἰδέας νὰ ἐνδυθῶ τὰ μοναχικὰ ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα ἔφερον οἱ κακοῦργοι λῃσταί.

— Εὖγε! εὖγε! ἀπεκρίθησαν ὁμοφῶνως οἱ φύλακες, ἡ ἰδέα σου εἶναι ἀρίστη.

Εἰσῆλθεν ἀμέσως εἰς τὸν πύργον καὶ μετά τινας στιγμὰς ἐπέστρεψε φέρων τὸ μοναχικὸν ἔνδυμα τοῦ κακούργου Λυκογιάννη καὶ εἰς τὴν μέσην τὸ κομβολόγιον τὸ ὁποῖον ἔφερεν αὐτός.

— Τοιουτοτρόπως, εἶπε, θὰ νομίσωσιν ὅτι εἶμαι εἷς ἐξ αὐτῶν. Ἔλθετε ὅλοι ἐδῶ ὄπισθεν τοῦ στύλου τούτου καὶ περιμένωμεν!

Ὀλίγον μετὰ ταῦτα ἠκούσθη ἐλαφρὸς κτύπος εἰς τὴν μικρὰν θυρίδα· ὁ θυρωρὸς ἤνοιξε