Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/67

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

μετὰ προσοχῆς. Τότε εἷς τῶν λῃστῶν ἐπροχώρησε καὶ τοῦ εἶπε σιγὰ, σιγά:

— Ἤλθαμεν ἐγκαίρως;

— Βεβαίως, ἀπεκρίθη χαμηλῇ τῇ φωνῇ ὁ θυρωρὸς, μὴ ἀνησυχῆτε· εἰσέλθετε.

Εἰσῆλθον καὶ οἱ ἑπτὰ, ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου εἰς τὴν αὐλὴν κάθοπλοι, ἐφωδιασμένοι μὲ θεῖον καὶ δᾴδας διὰ νὰ κατακαύσωσι τὸν πύργον.

Ἀφοῦ εἰσῆλθε καὶ ὁ τελευταῖος, ἔκλεισεν ὁ θυρωρὸς τὴν θυρίδα καὶ ἔδωκε τὸ σημεῖον τῆς ἐφόδου εἰς τοὺς κεκρυμμένους ὄπισθεν τοῦ στύλου ἀνθρώπους. Ὥρμησαν λοιπὸν κατὰ τῶν ἐκπεπληγμένων λῃστῶν κατὰ τὴν στιγμὴν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔφθανε καὶ ὁ ἄρχων συνωδευόμενος ὑπὸ τῶν ὁπλοφόρων του, φερόντων δᾴδας ἀνημμένας. Οἱ λῃσταὶ ἀπέμειναν ἡμιθανεῖς ἐκ τοῦ φόβου καὶ οὐδὲ τὰ ξίφη των ἐπρόφθασαν νὰ σύρωσι.

Τοὺς ἔδεσαν λοιπὸν καὶ τοὺς ἔρριψαν εἰς τὸ ὑπόγειον· ἔπειτα ὁ ἄρχων ἔτρεξε νὰ ἐντα-