οὐδὲ κἂν ἠδύνατο νὰ ὑποπτευθῇ τὸν ἐπαπειλοῦντα αὐτὴν κίνδυνον.
Ἐκάθηντο λοιπὸν περὶ τὴν τράπεζαν καὶ συνωμίλουν ὅταν αἴφνης ἡ Ἑλένη ἐφώνησε μετ’ ἐκπλήξεως:
— Ἔ! ἔ! ἰδέτε, ἰδέτε τὴν περιστεράν μου.
Πραγματικῶς ἡ περιστερὰ ἦτο ἔξω τοῦ παραθύρου μὲ τὰς πτέρυγας ἀνοικτὰς καὶ ἐτζύμπα τὰς ὑέλους ὡς νὰ ἐζήτει νὰ τῆς ἀνοίξωσι.
Ἡ Ἑλένη ἤνοιξεν ἀμέσως τὸ παράθυρον καὶ τὸ χαριέστατον πτηνὸν ἐπέταξεν εἰς τοὺς ὤμους της διὰ νὰ τὴν θωπεύσῃ.
— Κύτταξε τὸν ὡραῖον κόκκινον λαιμοδέτην, τὸν ὁποῖον ἔχει εἰς τὸν λαιμὸν, εἶπεν ἡ μήτηρ· παρατήρησε, ἔδεσαν ἕνα χαρτάκι τυλιγμένον, νομίζω, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ὅτι εἶναι γράμμα! Τί παραδόξους ἰδέας ἔχουν τὰ παιδία!
Ὁ ἄρχων ἐξήτασε τὸ χαρτίον μετὰ περισσοτέρας προσοχῆς καὶ εὗρε τὴν ἑξῆς ἐπιγραφήν: «Ἀνάγνωσον τάχιστα». Ἤνοιξεν αὐτὸ, τὸ παρετήρησε καλῶς καὶ ἤλλαξεν ἡ ὄψις του.