Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/55

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

— Καὶ ἐγὼ, εἶπεν ἡ Εὐφροσύνη, ἤθελα προσθέσει ὅλον μου τὸ ἀργύριον!

Ὅ,τι λοιπὸν συνέβη τὴν νύκτα εἰς τὸ Λιμένι ἦτο ἄγνωστον εἰς αὐτάς· ἰδοὺ τί συνέβη αὐτοῦ.

Τὴν προτεραίαν, πρὸς τὸ ἐσπέρας, ὁ ἄρχων Χριστόδουλος, ἡ Μαρία καὶ ἡ Ἑλένη ἐκάθισαν χαρούμενοι εἰς τὴν τράπεζαν· ὁ ἥλιος ἐπλησίαζε πρὸς τὴν δύσιν του καὶ αἱ τελευταῖαι του ἀκτῖνες πίπτουσαι ἐπὶ τῶν ὑέλων ἐφώτιζον τὸ πανάρχαιον ἑστιατόριον ὅπου ἦτο συνηθροισμένη ἡ οἰκογένεια.

Ἐνῷ ἔτρωγον ἦλθον καὶ ἀνήγγειλαν τὴν ἔλευσιν τῶν δύω προσκυνητῶν· ὁ δὲ ἄρχων διέταξε νὰ τοὺς δεχθῶσι.

— Μετὰ τὸ δεῖπνον, εἶπε, θὰ συνομιλήσω μετ’ αὐτῶν, ἐν τούτοις δόσατέ τους φιάλην οἴνου διὰ νὰ κάμουν ὀλίγην διάθεσιν.

Ὁ ὑπηρέτης ἀπῆλθεν, ἡ δὲ Ἑλένη ἔχαιρε διότι ἔμελλε νὰ ἀκούσῃ τὰς ὡραίας διηγήσεις τῶν προσκυνητῶν. Ταλαίπωρος οἰκογένεια!