Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/50

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Ἡ Εὐφροσύνη ἔτρεξεν εὐθὺς νὰ εὕρῃ τὴν περιστεράν της, ἐκρέμασε εἰς τὸν κόκκινον λαιμοδέτην, τὸν ὁποῖον ἐφόρει, τὸ γραμματάκι καὶ τὴν ἔφερεν ἔπειτα μετὰ τῆς μητρός της, τοῦ γέροντος ἐπιστάτου καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τοῦ πύργου εἰς τὸ ἄνδηρον, ὅπου καὶ τὴν ἀπέλυσαν.

Ἡ περιστερὰ ὑψώθη κατ’ ἀρχὰς πολὺ ὑψηλὰ· ἔπειτα ἐστρὰφη ὀλίγον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ἔξαφνα διηύθηνε τὴν πτῆσιν της πρὸς τὸ μέρος τοῦ Οἰτύλου.

Ὅλοι τοῦ πύργου οἱ κάτοικοι κατευχαριστήθησαν καὶ συνώδευσαν τὴν περιστερὰν μὲ τὰς εὐχὰς καὶ τὰς δεήσεις των. Ποτὲ πλοῖον, ἐνῷ ἀνεχώρει ἀπὸ τὸν λιμένα φόρτωμα χρυσίου φέρον, δὲν προεπέμφθη μὲ θερμοτέρας εὐχὰς ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι προέπεμψαν τὴν περιστεράν.

Ἀλλ’ ἡ Κλεονίκη καὶ ἡ Εὐφροσύνη ἦσαν πολὺ ἀνήσυχοι.

— Θὰ φθάσῃ ἆρα γε ἡ περιστερὰ εἰς τὸ Λι-