Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/49

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

δύναται νὰ εὕρῃ εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς τὸν στενὸν δρόμον τοῦ βουνοῦ χωρὶς νὰ κρημνισθῇ εἰς τὸ βάραθρον;

— Ἐκτὸς τούτου, εἶπεν ὁ Ἀνδρέας, ἡ μόνη γέφυρα διὰ τῆς ὁποίας ἠδύνατο τις νὰ διαβῇ τὸν χείμαρρον δὲν ὑπάρχει πλέον καὶ πρέπει νὰ ἔχῃ τις πτερὰ διὰ νὰ διαβῇ αὐτόν.

— Πτερὰ! ἀνεφώνησεν ἡ Εὐφροσύνη ἔμπλεως χαρᾶς, μῆτερ, μῆτερ, ἄκουσον τὴν ἰδέαν μου. Ὁ ἄρχων Χριστόδουλος μοῦ παρήγγειλε νὰ κλείσω ἐπιμελῶς τὴν περιστεράν μου εἰς τὸ κλωβὶ διότι ἄλλως θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ Λιμένι χωρὶς νὰ χάσῃ τὸν δρόμον της. Ἂς κρεμάσωμεν λοιπὸν εἰς τὸν λαιμόν της ἕνα γραμματάκι καὶ ἄνευ ἀμφιβολίας θὰ τὸ φέρῃ εἰς τὸ Λιμένι.

— Δόξα σοι ὁ Θεὸς, ἐφώνησεν ἡ μήτηρ, αἱ δεήσεις μας εἰσηκούσθησαν. Φιλτάτη μου Εὐφροσύνη, ὁ καλός σου ἄγγελος σοῦ ἐνέπνευσε τὴν ἰδέαν αὐτὴν, καὶ ἃς τὴν βάλωμεν εἰς πρᾶξιν ἀμέσως.