Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/11

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
— 9 —

— Μὴ φοβῆσαι, ἴσως εἶναι κανὲν μικρὸ πουλὶ τὸ ὁποῖον διώκεται ἀπὸ κανένα γεράκι.

Τέλος ἀνέλαβε θάρρος ἡ Ἑλένη, ἐσηκώθη νὰ κυττάξῃ εἰς τὴν πρασινάδα καὶ εὗρεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον πρὸ ὀλίγου τὴν εἶχε φοβίσει.

— Ἆ! μῆτερ, ἀνεφώνησε, ἰδὲ, εἶναι περιστερὰ ἄσπρη ὡς τὸ χιόνι! Ἀπὸ τὸν φόβον της ἐκρύφθη ὀπίσω σου.

Ἡ Μαρία ἔλαβε τὸ πτηνὸν καὶ ρίπτουσα ἐπὶ τῆς θυγατρός της βλέμμα προσεκτικόν:

— Θὰ σοῦ τὸ ψήσω, εἶπε, διὰ νὰ δειπνήσῃς.

— Νὰ τὸ ψήσῃς! ἐφώναξεν ἡ Ἑλένη μετ’ ἐκπλήξεως ἅμα καὶ λύπης λαμβάνουσα τὴν περιστερὰν ὡς διὰ νὰ τὴν λυτρώσῃ ἀπὸ τὸν θάνατον, ἆ, ὄχι φιλτάτη μου μῆτερ, ἀστειεύεσαι. Τὸ πτωχὸν τοῦτο ζῶον κατέφυγεν εἰς ἐμὲ, πῶς ἠμπορῶ νὰ τὸ σκοτώσω; Παρατήρησε πῶς εἶναι ὡραῖον! εἶναι κάτασπρον ὡς τὸ χιόνι καὶ τὰ ποδάριά του εἶναι κόκκινα ὡς τὸ κοράλι. Ἆ! πῶς κτυπᾷ ἡ καρδιά του! Καϋμένο περιστεράκι! μὲ κυττάζει ἱκετευ-