Σελίδα:Σμίτ. Η περιστερά.pdf/10

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
— 8 —

καὶ ἤρχισαν νὰ ἐργάζωνται εἰς ἓν φόρεμα, τὸ ὁποῖον ἔκαμναν διά τινα πτωχὴν ὀρφανήν.

Ἄκρα ἡσυχία ἐβασίλευεν εἰς τὸ περιβόλι καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἠκούετο ἢ τὸ κελάδημα τῆς ἀηδόνος καθημένης ἐπὶ τοῦ ἐκεῖ πλησίον δένδρου, τῆς ὁποίας ἡ μελωδικωτάτη φωνὴ ἑνουμένη μετὰ τοῦ μορμορυσμοῦ τοῦ ὕδατος ἀπετέλει ἁρμονίαν γλυκυτάτην. Αἴφνης ἤκουσαν κἄτι νὰ κινῆται μεθ’ ὁρμῆς ἐντὸς τῆς σκιάδος ὅπου ἐκάθηντο, κἄτι τὸ ὁποῖον δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀνακαλύψωσιν ἀμέσως.

Φοβηθεῖσαι ἐστράφησαν καὶ ἡ μία ἐκύτταξε τὴν ἄλλην· συνάμα δὲ μέγα πτηνὸν, ἀνοικτὰς ἔχον τὰς πτέρυγας καὶ πρασπαθοῦν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν σκιάδα, κατέπεσεν ἐνώπιον αὐτῶν, ἀλλὰ μόλις εἶδε τὴν Ἑλένην καὶ τὴν μητέρα της ἐπέταξε μὲ τὴν αὐτὴν ταχύτητα μὲ τὴν ὁποίαν καὶ κατέπεσεν.

Ἡ Ἑλένη ἐτρόμαξε τόσον πολὺ ὥστε δὲν ἐτόλμα νὰ κυττάξῃ γύρω της, ἀλλὰ ἡ μήτηρ αὐτῆς εἶπε μειδιῶσα: