Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/96

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Περνοῦν διαβάτες γνωστικοὶ τὴ βλέπουν καὶ τραβοῦνε,
κάπου μὲ δυὸ γλυκόλογα τῆς ζαχαρογελοῦνε.
κι ἀποδῶ πᾶνε κι ἄλλοι...
περνᾷ κι ὁ νιὸς Τραγουδιστής, μοναχογυιὸς τῆς χήρας
κοιλάρφανο χλωμὸ παιδί, ποὖχε προικιὸ τῆς μοίρας
μόνον καρδιὰ μεγάλη.

-«Λαμπάδα ἐμπρὸς στὰ κάλλη σου καὶ τὴ ζωή μοῦ ἀνάβω,
πάρε με πάντα κ’ ἔχε με τῆς ὀμορφιάς σου σκλάβο
καὶ δοῦλο τῆς ἀγάπης,
τὸν ἀρρεβῶνα πὄχασες -κι ἂς εἶναι κι ἄλλου- βγάζω,
στὰ στοιχειωμένα τὰ νερά, ἂν εἶναι, δὲν τρομάζω
ἢ δράκος ἢ ἀράπης!»

Δὲν τό εἶπε, δὲν τἀπόσωσε, τὸν δένει ἀπὸ τὴ μέση
καὶ στὸ πηγάδι τὸ βαθύ… Πές μου, Κερά, σ’ ἀρέσει
ἢ ὡς ἐδῶ νὰ μείνω;
βλέπω τὸν ὕπνο μήνυμα στὰ μάτια σου νὰ στέλλῃ,
μήν τονε διώχνῃς· πιότερο τί τάχα νὰ σὲ μέλῃ
γιὰ μένα ἢ γιὰ κεῖνο;

95