Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/95

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

-ΣΥ, ποῦ ἔχεις κάλλη γιὰ προικιὰ καὶ χάρες γι’ ἀντιπροίκια
γιὰ νὰ πατῇς νἀνθίζουνε καὶ τἄδροσα χαλίκια,
μὰ ποῦ γιὰ μὲ μονάχα
ἥσκιο βαρὺν ἐσκόρπισε θανάτου ἡ ἐμορφιά σου,
ἄκουσε κάτι ποῦ θὰ πῶ γερτὸς στὰ γόνατά σου
σὰν παραμύθι τάχα.

-Τῆς λίμνης ἡ Νεράϊδα, ξωθιὰ μαρμαροστήθα,
ποὖχε τῆς μαύρης κόλασης στὰ μαῦρα μάτια σπίθα,
γυναίκεια ροῦχα ἐντύθη·
περνᾷ ἀπ’ τὸ δάσος τὸ ὑγρό, ποῦ τραγουδάει ὁ γκιώνης,
καί, σὰν ἐσὲ πεντάμορφη... Ἀγάπη μου, θυμώνεις;
τὸ λέει τὸ παραμύθι...

Ἦρθε στὴν κρήνα τοῦ χωριοῦ καὶ κάθισε, κι ἀρχίζει
τὰ ὁλόσγουρά της νὰ τραβάῃ μαλλιὰ καὶ νὰ ξεσκίζῃ
τὸ κρινομάγουλό της,
καὶ κλαίει τὸν ἀρρεβῶνα της, πῶς ἔπεσε κ’ ἐχάθη
στοῦ πηγαδιοῦ τ’ ἀνήλιαγα καὶ στοιχειωμένα βάθη
καὶ τρέμει τὸ γονιό της.

94