Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/91

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Κι ἄξαφνα στρέφουν στὸ γιαλὸ
τὰ μάτια τους μικροὶ μεγάλοι:
πίσω ἀπ’ τὸν κάβο τὸ ψηλὸ
πλεούμενο, σὰ φάντασμα, προβάλλει
καὶ πάει σιγαλινά, γιαλὸ
γιαλὸ τὸ περιγιάλι.

Καὶ γιὰ ὥρα παύουνε οἱ φωνές,
βαθειὰ ἡσυχία παίρνει,
σὰν νὰ μὴν εἶχαν δῇ ποτὲς
ξοπίσω τὸ καράβι λὲς
τὰ πνεύματά τους σέρνει·
κι ἁπλώθη κρύφια συνοχὴ
πέρα καὶ πέρα,
σὰν τὴ μονότονη βροχὴ
στὴν ἄδεντρη ἐξοχὴ
σὲ φθινοπώρου ἡμέρα...

Ὅσο ποῦ κάπου ἕνα παιδί:
–«ἡ σκούνα τοῦ στραβοῦ τοῦ Ἀνέστη·»
φωνάζει μὲς στὰ πλήθη·
στοῦ πρώτου τὴ φωνή,
-«πάει βελανίδι στὸ Τριέστι·»
μιὰν ἄλλη ἀπολογήθη.

90