Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/90

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Ἐμᾶς μεθᾷ ἡ ὀμορφιὰ
ποῦ γύρω ἡ ἄνοιξι σκορπίζει·
γλεντάει καὶ ὁ λαός· ἡ συντροφιά,
τὸ νέο τἀρνὶ καὶ τῶν κλημάτων
τὸ ξανθὸν αἷμα τὰ παλιὰ γυρίζει
τὰ αἵματά των.

Άνάβει ἡ μέθη καὶ γυρνᾷ
μὲ ξέχειλο ποτήρι,
θρηνοῦνε τὰ ὄργανα βραχνὰ
καὶ σύσμιχτη βουὴ περνᾷ
καὶ τρικυμίζει -ὄξω νοῦ!- τὸ πανηγύρι.

Τὸ Εὔθυμο Πνεῦμα, ποῦ πειράζει
τὴ δύναμι τοῦ νοῦ,
τοῦ ἑνοῦ τὰ στήθη ξεσκεπάζει
λύνει τὴ γλῶσσα τἀλλουνοῦ,
κι ἀπολυτός, σὰ νέπ πουλάρι,
ὅπου τὸν πάει πάει ὁ νοῦς
μέσα σὲ ἀχνοὺς καπνούς·
τοὺς γνώριμους μαγεύει τόπους
καὶ στοὺς ἀλλοίθωρους ἀνθρώπους
δείχνει ἄψυχα καὶ ψυχωμένα
σὰν φανταγμένα.

89