Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/77

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Σώνω στερνὸς ἐκεῖ ποῦ σώνει ἡ στράτα
ποῦ ἐμπρὸς τὸ δάσος τὸ ἄβατο τὴν κόβει·
μέσα θρηνοῦν τἀνώφελα τὰ νιᾶτα
καὶ τῶν τελείων θανάτων κλαῖν οἱ φόβοι.

Ἀχνὲς ὑστερικὲς Νύφες παθιάρες
ποῦ μὲ τὸ νόθο φῶς της ζῇ ἡ Σελήνη
στενάζουν στὶς κλαψάρες των κιθάρες
τὸ μοιρολόϊ τῆς γενεᾶς ποῦ σβύνει.

Σώνω στερνός, μαζί μου σώνει ἡ μέρα
κ’ οἱ Δυσμικὲς καλοῦν τὴ νύχτα νἄρχῃ·
ἥσκιοι θολοὶ κι ἀνήσυχοι ἀπὸ πέρα
τὸν πρῶτο οἱ ἀπόγονοι ἀκλουθοῦν γενάρχη.

Ὅλοι τους μ’ ἕν’ ἀγέρα μαθημένο
στὰ ἴδια χυμένο τὰ μοιασίδια γύρου,
σὰ νὰ μοῦ λένε «δὲ θὰ ξαναγένω»
βουβοὶ τὸ θρῆνο θρηνῳδοῦν τοῦ ἀκλήρου.

Σώνω στερνὸς ἐκεῖ ποῦ σώνει ἡ βρύση
ποῦ πότισε τὶς γόνιμες τὶς Μάννες...
Παίρνω καὶ κλαίω στῆς Γενεᾶς τὴ Δύση
τὶς ἄγονες ἀγάπες μας τὶς πλάνες.

76