Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/76

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΑΣ

ΠΕΣ μας τοὺς πόνους ποὖπες καὶ ξανᾶπες·
—Μὲ μοίρανε στὰ σπάργανά μου ἡ Μοῖρα
νὰ τραγουδάω τὶς στεῖρες τὶς ἀγάπες
καὶ τἄκαρπα φιλιὰ νὰ κλαίω τὰ στεῖρα.

Πέρ’ ἀπὸ μένα δὲ θὰ ξαναζήσῃ
ἡ ἀρχαία μας γενεὰ — πάπποι προσπάπποι,
καὶ πάντα μὲς τὸ ρόδινο μεθύσι
θὰ πνίγω μόνος τὴ στερνή μου ἀγάπη.

Κ’ ἔσωσα πρῶτος ὅπου σώνει ὁ δρόμος
ποῦ ἡ Θάλασσα ἡ Νεκρὴ τὸν κόβει, ἡ μαύρη·
τῆς τρίτης γενεᾶς μου ὁ κληρονόμος
τὸ ξένο κρῖμα μου ἄφταιγος δὲ θἄβρῃ.

Δὲ θἀναζῶ, ἀσυνόριστος δεσπότης,
σὲ μιὰ βαθειὰ γωνιὰ τοῦ αἵματός του
νὰ τοῦ τρυγάω τὸν πρῶμο ἀνθὸ τῆς νιότης
σὰν τὸ κρυφὸ σκουλήκι πόθου ἀρρώστου.

75