Σελίδα:Πανδώρα Τεύχος 3.djvu/22

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
70
ΠΑΝΔΩΡΑ.

τὴν θερμότητα τῆς ἀσιατικῆς φαντασίας, ἡ περιέργεια τῶν ἀκροωμένων διατηρεῖται πάντοτε σύντονος καὶ ἀπαραμείωτος.

«Πρέπει νὰ ἴδῃ τὶς τὰτέκνα ταῦτα τῆς ἐρήμου. λέγει τις περιηγητὴς, ὅταν ἀκροάζωνιοι τοὺς ἀγαπητοὺς μύθους των, πῶς ταράττονται, πῶς καταπραΰνονται! πῶς τὸ βλέμμα των ἀκτινοβολεῖ εἰς τὸ μελανὸν πρόσωπόν των! πῶς ἡ ὀργὴ διαδεχεται τὰ τρυφερά των αἰσθήματα, τὰ δὲ δάκρυά των οἱ καγχασμοί! πῶς συμμερίζονται ὅλας τὰς περιπετείας τῆς τύχης τοῦ ἥρωος! πῶς συναισθάνονται ὅλα τὰ δεινὰ, ὅλας τὰς εὐτυχίας του! Οἱ ποιηταὶ τῆς Εὐρώπης, μὲ ὅλα τὰ μέσα των, μὲ ὅλον το θέλγητρον τῆς ὡραίας ποιήσεώς των, μὲ ὅλον τὸ δέλεαρ τῆς μουσικῆς καὶ τὴν μαγείαν τῶν σκηνογραφιῶν, δὲν προξενοῦσιν εἰς τὰς νεναρκωμένας τῶν δυτικῶν ψυχὰς, οὐδὲ τὸ ἐκατοστημόριον τῶν συγκινήσεων, τὰς ὁποίας διεγείρει ὁ ἄγριος ἐκεῖνος μυθολόγος.

»Τρέχει κἀνένα κίνδυνον ὁ ἥρως τῆς ἱστορίας; οἱ ἀκροαταὶ φρυάττουσι καὶ φωνάζουσι, λὰ, λὰ, λὰ, ἰστάγφουρ-ιλ-ἀλλάχ! Ὄχι, ὄχι, ὄχι, ὁ θεὸς νὰ τὸν φυλάξῃ! Εὑρίσκεται ἐν τῷ μέσῳ συμπλοκῆς θερίζων μὲ τὴν σπάθην του τοὺς ἐχθρούς τους; οἱ ἀκροαταὶ δρὰττουσι τὰ ξίφη των ὡς ἂν ἐπρόκειτο νὰ τρέξωσιν εὶς βοήθειάν του. Πίπτει εἰς ἐνέδραν προδοτῶν, φωνάζουσιν ἀμέσως συνοφρυούμενοι, ἀνάθεμα εἰς τοὺς προδότας! Κατεσπαράχθη ἀπὸ τοὺς πολυαρίθμους ἀντιπάλους του· βαθὺς στεναγμὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ στήθη των, καὶ μετ' αὐτὸν ἀκούονται αἱ ὑπἐρ τῶν τεθνεώτων συνήθεις εὐχαί ὁ θεὸς νὰ τὸν ἐλεήσῃ, καὶ νὰ τὸν δεχθῇ εἰς τοὺς κόλπους του! Ἐπιστρέφει, ἐξ ἐναντίας, τροπαιοῦχος καὶ νικητὴς; ὁ ἀὴρ ἀντηχεῖ ἀπὸ τὰς θορυβώδεις κραυγὰς, δόξα σοι ὁ θεὸς τῶν στρατευμάτων.

»Τὰς περιγραφὰς τῶν καλλονῶν τῆς φύσεως, καὶ μάλιστα τοῦ ἔαρος, ἀκούουσιν ἀνακράζοντες συνεχῶς Τεῒπ! τεῒπ! καλὰ! καλὰ! Κἀμμία ἡδονὴ δὲν εἶναι ἴση μὲ τὴν λάμπουσαν εἰς τὰ βλέμματά των, ὅταν ὁ ἱστορικὸς ζωγραφῇ μὲ ἔμφασιν καὶ ἐρωτικῶς τὴν εἰκόνα ὡραίας γυναικός. Τὸν ἀκροάζονται ἐν σιωπῇ καὶ μόλις ἀναπνέοντες· ἅμα δὲ τελειώσῃ τὴν ἐξεικόνισίν του, ἐπιφέρων τὴν φράσιν ταύτην, δόξα τῷ θεῷ ὅστις ἔπλασε τὴν γυναῖκα, ὅλοι ἐπαναλαμβάνουσιν ὁμοφώνως μὲ φωνὴν ἐνδομύχου πεποιθήσεως, πρὸς ἀπόδειξιν του θαυμασμοῦ καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης των, τὴν ἰδὶαν αὐτὴν φράσιν, δόξα τῷ θεῷ ὅστις ἔπλασε τὴν γυναῖκα.

»Φράσεις παραδεδεγμέναι, ὡς αὕτη, καὶ πολυάριθμοι ἄλλαι παρόμοιαι, παρεισάγονται εἰς τὸ τέλος πάσης διακοπῆς τῆς διηγήσεως, καθ' ἣν ἀναπαύεται ὀλἱγον ὁ μυθολόγος, διὰ νὰ μὴ προξενῇ ἀκατάπαυστον ἀγῶνα εἰς τὴν φαντασίαν ἦ τὴν μνήμην του. Τοιουτοτρόπως, ὁσάκις ὁ εὐρωπαῖος εὑρὶσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην τοῦ νὰ εἴπῃ ἁπλῶς, καὶ ἐξηκολούθησαν τὸ ταξείδιόν των, ὁ Ἄραψ λέγει ἐξ ἐναντίας, καὶ ἐξηκολούθησαν τὸν δρόμον των διὰ μέσου τῶν βουνῶν καὶ τῶν κοιλάδων, τῶν δασῶν καὶ τῶν καλλιεργημένων ἀγρῶν, διὰ τερπνοτάτων λειβαδίων καὶ ἐρήμων ἀγρίων, ἀπὸ τής ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου μέχρι τῆς δύσεως.

»Ἐνῷ δὲ ῥίπτει ἐν τῷ μέσῳ μηχανικῶς πῶς καὶ ἀσυλλογίστως, οὕτως εἰπεῖν, τὰ καθιερωμένα ταῦτα ῥητὰ, συστέλλει τὴν προσοχήν του, καὶ συνδυάζει τὴν συνέχειαν τῆς διηγήσεως, τὴν ὁποὶαν παρατείνει ἕως ὅτου αἱ δυνάμεις του ἀποναρκούμεναι, τὸν βιάσωσι νὰ τελειώσῃ μ' ὅλην τὴν λύπην τοῦ ἀκροατηρίου του. Αἱ κάμηλοι, αἱ δρομάδες αἵτινες, προτείνουσαι κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς διηγήσεως, τοὺς μακροὺς λαιμούς των ἄνω τῶν κεφαλῶν τῶν ἐξηπλωμένων ἢ μ' ἐσταυρωμένους πόδας καθημένων κυρίων των, φαίνεται ὅτι συμμετέχουσι τῆς κοινῆς εὐθυμίας, αἱ παρακεὶμεναι μάνδραι ὅπου μαγειρεύονται ἀπλᾶ φαγητὰ ὑπὸ βοσκῶν τῶν ὁποίων τὰ πρόσωπα χρωματίζονται ἀπὸ τὰς ποικίλας καὶ πολυστρόφους φλόγας τοῦ πυρὸς, ἐπουξάνουσι τὴν γραφικότητα τοῦ χαρακτήρος τῆς σκηνῆς ταύτης.

Αἱ κοινωνικαὶ αὐταὶ συναθροίσεις, κατὰ τὴν πολύωρον διάρκειαν τῶν ὁποὶων ὁ Βεδουίνος ἀκροάζεται ἢ διηγεῖται ζωογονούμενος ἀπὸ τὴν δρόσον τῆς νυκτὸς, ὀνομάζονται ἀραβιστὶ μουζαμερὶτ, δηλαδὴ ὁμιλίαι ὑπὸ τὴν σελήνην, ἢ νύκτες ἀστεροφεγγεῖς. Ὁ ἄραψ ἱστορικὸς δὲν φοβεῖται μὴ δεχθῶσιν οἱ ἀκροαταί του τοὺς μύθους του μὲ τὴν δυσπιστίαν ἐκείνην μεθ' ἧς ἀπειλεῖ ὁ Ὁράτιος τοὺς τολμηροὺς περὶ τὰς ἐφευρέσεις ποιητάς, διότι ἡ ἔνθερμος τῶν λαῶν ἐκείνων φαντασία, πιστεύει ὅλα μὲ τὴν αὐτὴν εὐκολίαν, μὲ τὴν ὁποίαν καὶ τὰ πλάττει.

Ἐνῷ δὲ ὁ Λατῖνος αὐτὸς ποιητὴς συνιστᾷ, τὸ νὰ σπεύδῃ ὁ λαλῶν πρὸς τὸ κύριον ἀντικείμενον, παρατρέχων τὰς παρεκβάσεις, καὶ ὁδηγῶν ἀπ' εὐθείας τὸν ἀναγνώστην εἰς τὰ οὐσιώδη, ὁ Ἀραψ, ἀπ' ἐναντίας, ἀρχίζει τὴν διήγησίν του ἀπὸ τὰ οὐράνια, καὶ ἀντὶ νὰ σπεύσῃ νὰ φέρῃ τοὺς ἀκροατἀς του ἐν τῷ μέσῳ τῆς σκηνῆς, προσπαθεῖ διὰ τεχνασμάτων καὶ ἀπεράντων ἐξελιγμῶν, νὰ κρύπτῃ ὅσον πλειότερον δύναται τὴν διεύθυνσιν τὴν ὁποίαν σκοπεύει νὰ λάβῃ, καὶ τὸ μέρος ὅπου προτίθεται νὰ φθάσῃ. Ὅσῳ ποικιλότεροι καὶ πλέον τεράστιοι εἶναι οἱ μῦθοί του, τόσῳ βεβαιότερος εἶναι περὶ τῆς ἐπιτυχίας των. Αὐταὶ κυρίως αἱ ἰδιότητες κατέστησαν καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην, γενικὴν τὴν ὑπόληψιν τῆς Χαλιμᾶς, τὴν ὁποίαν ὁ Πώπης καὶ ὁ Βολταῖρος ἀνεγἱνωσκον μἐ ἄπειρον εὐχαρἱστησιν.

Οἱ μυθολόγοι τῆς Περσίας δὲν εἶναι κατώτεροι τῶν τῆς Ἀραβίας. Οἱ Πέρσαι εἶναι λαὸς χαρίεις, πνευματώδης καὶ εἰς ἄκρον εὐκοινώνητος· ἐὰν ἡ πατρίς των ἔκειτο πλησιέστερον τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, θὰ παρεδέχοντο ἀναμφιβόλως καὶ αὺτοὶ, ὡς παρεδέχθησαν καὶ οἱ Τοῦρκοι, τὰ καλὰ τοῦ πολιτισμοῦ. Τὴν εὐπροσηγορίαν των κηρύττει ὁλόκληρος ἡ Ἀσία· συχνάζουσιν εὐχαρίστως εἰς τὰς οἰκειακὰς συναναστροφὰς, καὶ τὰς καθιστῶσιν εὐαρεστοτέρας διὰ τῆς εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς των. Οἱ μεγιστᾶνες, οἱ ἀνώτεροι ὑπἀλληλοι καὶ ἀξιωματικοὶ τοῦ Κράτους, προσπαθοῦσι διὰ φιλοφροσύνης καὶ ἱλαρότητος, νὰ συμμορφόνωνται μὲ τοὺς κατωτέρους των. Οἱ δὲ ἱστορικοὶ καὶ οἱ ποιηταὶ, ὁσάκις διακρίνονται διὰ τῆς σοφίας των, ὄχι μόνον εἰσάγον-