Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Πανδώρα Τεύχος 3.djvu/20

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
68
ΠΑΝΔΩΡΑ.

φος· τότε ὁ πορθμεὺς ἐκτείνει μίαν τῶν κωπῶν του, ἐφ ἧς κάθηνται, καὶ ἀποβάλλοντες τὸ ἄχθος των, πετῶσιν αὖθις, διὰ νὰ ἐξακολουθήσωσι τὴν ἐργασίαν των· ὅταν ἀποκάμωσι, τοῖς χορηγεῖ ὁ πορθμεὺς ὀλίγης ὥρας ἀνάπαυσιν, ἀλλ' οὐδέποτε τοῖς δίδει τὴν τροφήν των, ἕως ὅτου δὲν ἀποτελειώσωσι τὸ ἔργον των· κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον πληροῦσιν ἀφθονωτάτην τράπεζαν· ἡ φυσικὴ δὲ αὑτῶν λαιμαργία οὐδέποτε, οὔτε διὰ τῆς ἀνατροφῆς διορθοῦται· διὸ καὶ πάντοτε, ἐνῷ ἀγρεύωσιν, ἔχουσι τὸ αὐτὸ σχοινίον περιδεδεμένον εἰς τὸν τράχηλόν των, διὰ νὰ τοὺς ἐμποδιζῃ τοῦ νὰ καταβροχθίζωσι τὴν ἄγραν των διότι ἀλλέως χορταζομενοι διὰ μιᾶς, θὰ ἔπαυον τὴν ἐξακολούθησιν τῆς ἐργασίας, καθ' ἣν στιγμὴν ἐπλήρουν τὴν κοιλίαν των.