Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/25

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
Ο ΟΡΚΟΣ.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


Εἶχε νυχτώσει—Τ’ οὐρανοῦ βαθύτατη μαυρίλα
Τὴ χλόη τοῦ κάμπου ἐσκέπαζε καὶ τοῦ βουνοῦ τὰ φύλλα·
Μαυρολογοῦσαν τὰ νερὰ κ’ οἱ βράχοι τῆς θαλάσσης·
Ἄστρο χλωμὸ δὲν ἔφεγγε στὴν ἐρημιὰ τῆς πλάσης,
Καὶ μόνον ἔκανε, κρυφὰ περνῶντας τὸ φεγγάρι,
Μίαν ἄκρη ἀπὸ τὰ σύγνεφα λάμψη ἀργυρὴ νὰ πάρῃ.
Φωνὴ δὲν ἄκουες· πούπετα δὲν ἔβλεπες διαβάτη·
Εἶχε τὸν Ὕπνο ἀποδεχτῇ καλύβι καὶ παλάτι.
Δὲν ἐσπαρνοῦσαν τὰ πουλιά, ’ποῦ σύσκοτα εἶχαν βάλει,
Σκέπη θερμή, τὴν ἴδια τους φτεροῦγα στὸ κεφάλι·
Ἦταν τὸ χόρτο, τὸ κλαρὶ κι’ ὁ ἀνθὸς τὴν ὥρα ἐκείνη
Τοῦ μαμμουδιοῦ προσκέφαλο, τῆς πεταλούδας κλίνη·
Τ’ ἀρνὶ στὴν μάντρα ἐπλάγιαζε, τ’ ἀγρίμι στὴ μονιά του·
Ὄλα τὰ πλάσματα, Θεέ, στὸν ἴσκιο του ἀποκάτου!