Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/26

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 24 =

Καὶ σύ, βαρειόμοιρη Εὐδοκιά, καὶ σὺ ποῦ παραδέρνεις;
Πῶς τὸ χωριό σου ἀπάρῃακες καὶ τ’ ἀνηφόρι παίρνεις;
Σταυροκοπήσου· γύρισε· ν’ ἀναπαυτῇς εἷν’ ὥρα·
Τὸ κρύο τους μνῆμα παραιτοῦν οἱ βρυκολάκκοι τώρα·
Πάντα στὸ φῶς τὸ πόδι σου, σὰν ἡ ψυχή σου, ἂς τρέχῃ·
Ἡ μαύρη νύχτα τίποτε μὲ σὲ κοινὸ δὲν ἔχει.
Ἄχ! εὐκολώτερα κἀνεὶς θ’ ἀνάγκαζε μὲ τρόμο
Τ’ ἀχνὸ φεγγάρι ἀντίστροφα γοργὰ νὰ κόψῃ δρόμο,
Παρὰ σὲ φόβου γυρισμὸ τὴν Εὐδοκιὰ νὰ φέρῃ.
Ἂν εἶναι γνέφι, ἂν εἶναι φῶς, ἢ νύχτα ἢ μεσημέρι,
Στὸ τρέξιμό της προσοχὴ καθόλου αὐτὴ δὲ δίνει,
Μὸν δρόμο παίρνει ἀδιάκοπα, καὶ ὀπίσω δρόμο ἀφίνει.
Ξάστερα βλέπει μὲ τὸ νοῦ τὸ μέρος ’ποῦ θὰ πάῃ·
Ἐκεῖ τὴ σέρνει ὁ πόθος της, ἐκεῖ τὴν ὁδηγάει
Αὐτὸς ’ποῦ κάνει στὴ γλυκειὰ φωλιά της ἀπὸ πέρα
Νὰ φτερουγιάσῃ ἀλάθευτα μηνύτρα περιστέρα.
Κάθε ’ποῦ τ’ ἄχαρο κορμὶ τὴν πρώτη βία του παύει
Καὶ ἀργοκινάει, γυρεύοντας ἥπατα νέα νὰ λάβῃ,
Μέσα ἡ ψυχή της φαίνεται ’πῶς ξάφνου λέει 'ς ἐκεῖνο—
«Δειλὸ κουφάρι, ἀκλούθα με, τὶ φεύγω καὶ σ' ἀφίνω!»
Τόσο ἀνεπίστευτα μὲ μιᾶς ἡ θέληση νικάει
Τ’ ἀποσταμένο πόδι της, ’ποῦ πάλε ὀμπρὸς πετάει.
Σὰν ποῦ θὰ φτάσῃ;—Ὁ ποταμὸς τρέχει ἀφρισμένος κάτου,
Μὲ τὰ νερὰ τῆς θάλασσας νὰ σμίξῃ τὰ νερά του·
Τὸν οὐρανὸ γοργότατα καταμετράει τ’ ἀστέρι,
Καὶ πέφτει ἐκεῖ ’ποῦ σπρώχτηκε τοῦ Ὑψίστου ἀπὸ τὸ χέρι·
Αὐτή, χωρὶς ὀπίσω της κἀμμία ματιὰ νὰ γύρῃ,
Θὰ σταματήσῃ στ’ Ἀρκαδιοῦ τὸ μέγα μοναστῆρι.
Ὁ κόσμος ὅλος εἶν’ ἐκεῖ, μόνον ἐκεῖ γι’ αὐτήνε·
Στοὺς ἄλλους τόπους ἐρημιὰ καὶ μαῦρος ᾉδης εἶναι,