Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/21

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 19 =


Μόνον ἑλπίδες μακρυναῖς τὴν ὄψι τους φωτίζουν,
Ὅταν στ’ ἀθῷα παιδόπουλα κἀμμία ματιὰ γυρίζουν,
Στεγνόνουν τοῦτα τοῦ πατρός ἢ τ’ ἀδελφοῦ τὸ δάκρυ,
Ποῦ ῥέει στ’ ἁγνό τους μάγουλο, καὶ πᾶνε ἀπ’ ἄκρη ’ς ἄκρη·
Στὴ φράχτη πᾶνε, στὴν ὀχτιά, στὸ φρύδι ἀπὸ τ’ αὐλάκι,
Τραγουδιστὰ μαζόνοντας κἀνένα λουλουδάκι.
Μοιάζουν ἀηδόνια ὁπὤχουνε μὲ φόβο ξενυχτήσῃ,
Ἀκούοντας πάλη τρομερὴ στὴν ὀργισμένη φύσι·
’Ποῦ περιβόσκουν τὸ πουρνό, χωρὶς νὰ τὰ πειράξῃ
Ἂν ὁ οὐρανὸς ἀπάνου τους κἀμμιὰ ῥανίδα στάξῃ,
Καί, κηλαϊδῶντας, προμηνοῦν ’ποῦ στ’ ἄγνεφο κεφάλι
Τὸν ἥλιο γιὰ στεφάνι της ἡ Ἀνατολὴ θὰ βάλῃ.